Με μεγάλη ταχύτητα, του σκοτωμού, κομμάτια, σπασμένος. Επίσης: μαλλιοκούβαρα, κουβάρια.

  1. Κατεβαίναμε χτες τη Συγγρού με τον Κωστάκη, μαλλιά σου λέω... Βελάξανε τα μηχανάκια φίλε, τους ήπιαμε το αίμα.

  2. - Ρε φίλε, το έμαθες με τη νταλίκα που έπεσε σε στάση λεωφορείου; Χτύπησε μια γιαγιά κι έγινε πουλάκι...
    - Αφού πήγαινε μαλλιοκούβαρα ο μαλάκας ο οδηγός, τι ήθελες δηλαδή;

(από pvnrt, 27/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified