Με μεγάλη ταχύτητα, του σκοτωμού, κομμάτια, σπασμένος. Επίσης: μαλλιοκούβαρα, κουβάρια.
Κατεβαίναμε χτες τη Συγγρού με τον Κωστάκη, μαλλιά σου λέω... Βελάξανε τα μηχανάκια φίλε, τους ήπιαμε το αίμα.
- Ρε φίλε, το έμαθες με τη νταλίκα που έπεσε σε στάση λεωφορείου; Χτύπησε μια γιαγιά κι έγινε πουλάκι...
- Αφού πήγαινε μαλλιοκούβαρα ο μαλάκας ο οδηγός, τι ήθελες δηλαδή;