Εγκαταλείπω σκοπίμως κάποια δουλειά ή υπόθεση, σα να την κλείνω σε ένα συρτάρι όπου και θα ξεχαστεί για καιρό, έτσι ώστε να δημιουργήσω τεχνητή απόσταση από αυτήν και να επανέλθω κατόπιν με καθαρότερο μυαλό, να την επεξεργαστώ αντικειμενικότερα. Κάποτε πράγματι μπορούσες να κλείσεις στο συρτάρι κάτι, διότι ήταν ως επί το πλείστον χειρόγραφο. Τώρα μας έμεινε η έκφραση μόνο, ευτυχώς.

- Έπηξα με το σενάριο αυτό. Έχω μπουκώσει και δεν ξέρω πώς να το δουλέψω πια...
- Δεν με ακούς. Βάλ' το στο συρτάρι για κανα μήνα, και θα δεις πόσο ξεκάθαρα θα είναι τα πράγματα μετά.
- Ποιο συρτάρι ρε μαλάκα, πού ζεις, εσύ ακόμα στο χέρι γράφεις;! - (γκουπ)...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified