Οι συνάψεις στην ιατρική ορολογία, είναι τα μικροσκοπικά σημεία επαφής μεταξύ των εγκεφαλικών κυττάρων (νευρώνων), διαμέσου των οποίων ανταλλάσσονται πληροφορίες, με τη μορφή χημικών ενώσεων, των νευροδιαβιβαστών.

Σλανγκικώς, όταν λέμε ότι «ο Χ έχει κάψει συνάψεις», εννοούμε πως βρίσκεται σε άσχημη διανοητική κατάσταση και δεν αισθάνεται ή δεν έχει επίγνωση των πράξεών του. Μιλάμε πάντοτε για επίκτητες καταστάσεις, οι οποίες έχουν τις ρίζες τους σε διάφορους παράγοντες, όπως:

  1. Χρόνια χρήση ουσιών (αλκοόλ, ντρόγκες κλπ)
  2. Ισχυρό σοκ, μεγάλη δόση άγχους κλπ που έχει σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία κρίσης πανικού και κατά συνέπεια περιστασιακής εγκεφαλικής ανεπάρκειας.
  3. Παθολογικά αίτια

Λέγεται και περιπαιχτικά, σε κάποιο δικό μας πρόσωπο, χωρίς απαραίτητα να ισχύουν τα ανωτέρω (βλ. παράδειγμα).

- Ιεροκλή, πάμε για μπυρωίνες;
- Μπα, έχει «Καμεράτα» στο Μέγαρο. Δεν το χάνω με τίποτα!
- Καλά, έχεις κάψει συνάψεις μου φαίνεται. Κόψε τα σκληρά επιτέλους...

Σχετικό: καίω φλάντζα, φλατζοκαμμένος, ο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified