Απολιτίκ, ο/η δεξιός /-ιά που δεν ξέρει ότι είναι δεξιός /-ιά.
Αδιαφορία για την πολιτική. Η οποία πολιτική σε μια δημοκρατία είναι το όχημα και ο τρόπος με τον οποίο ο κάθε πολίτης έχει τη δυνατότητα να αλλάξει (προς αυτό που θεωρεί καλύτερο, hopefully!) τη ζωή του και αυτή των συμπολιτών του. Από αυτό βγαίνει οτι απολιτίκ είναι η έλλειψη πρόθεσης/ενδιαφέροντος στο να αλλάξουν κάποια πράγματα, γενικώς και εξ ορισμού, «οτιδήποτε βρε παιδί μου». Το οποίο κάνει το απολιτίκ de facto συνώνυμο του συντηρητικού. Ο οποίος συντηρητικός (σύμφωνα με όλους τους πιθανούς και απίθανους θεωρητικούς ορισμούς των εννοιών Δεξιά-Αριστερά) εντάσσεται στους δεξιούς.
— Δεν ασχολούμαι μ' αυτά, μη με πρήζεις με μαλακίες, είμαι απολιτίκ.
— Δεν ασχολείσαι «μ' αυτά»; Ποια είναι τα «αυτά»;
— Μα, μ' αυτά!! ΌΟΛΑ αυτά που έλεγες τώρα μόλις; Ξέρεις τώρα...