1. Οι κινήσεις που κάνει κάποιος παραπαίοντας τα τελευταία sec πριν από μια θεαματική πτώση από γλίστρημα, ζάλη, μέθη κ.λπ.

  2. «Κάνε μια ζεϊμπεκιά» = κάνε μου μια χάρη.

Συνώνυμα: μαγκιά, ταρζανιά, καουμποϊλίκι και άλλες εντυπωσιακές λέξεις για κάτι που συχνά είναι πολύ απλό, απλώς βαριόμαστε να το κάνουμε οι ίδιοι και το μεγαλοποιούμε για να κολακέψουμε αυτόν που θέλουμε να μας το κάνει.

  1. - Μπουαχαχαχα! Τι έκανες ρε μαλάκα, είσαι θεός!
    - Τι γελάς ρε μαλάκα, τσακίστηκα! Πονάω ρε μαλάκα, ηλίθιε, μη γελάς γαμώτ' σου λέω!
    - Μαλάκα σόρυ. Χτύπησες ρε φίλε; Για να δω. Σιγά σιγά, ώωωπα... χμφχχχχ... ουαχαχαχαχα! Σόρυ που γελάω, αλλά αν έβλεπες τη ζεϊμπεκιά σου!

  2. Ρε Γιάννη, κάνε μια ζεϊμπεκιά ρε φίλε και πιάσε μου λίγο το νερό από κει.

Ανέβα στο κρεβάτι και ρίξε ζεϊμπεκιά! (από Dirty Talking, 01/06/09)Αμερικάνοι: Ρε Γιωργάκη, κάνε μια ζεϊμπεκιά ρε φίλε, και φτιάξε τις ελληνοτουρκικές σχέσεις... (από Dirty Talking, 01/06/09)

Τρεκλίσματα: ζεϊμπεκιά, οχτάρια, στρέκλα-δίπλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified