Αποκλίνουσα σεξουαλική παραφιλία που ανάγει το κοινό μπάζο σε αντικείμενο ηδονοβλεψίας. Ο μπαζματάκιας αποτελεί τον έσχατο κρίκο στην διατροφική αλυσίδα των μπανιστηριτζήδων.

Εκ των μπάζο και παίρνω μάτι. Ουδεμία σχέση φέρει με τον βασιλιά του ρυζιού basmati.

Πατρότης λολοπαίγνιου: Lexoplast.

- Πάλι με τα κιάλια; Παίζει κάτι καλό τουλάστιχον;

- Τσάκω να δεις τσιμπητέ, η Πελαγία δοκιμάζει την νέα της ρόμπα.

- Ρε τρομάρα σου, αυτή την ξεπλένω βρήκες να πάρεις μπαζμάτι; Ανώμαλε!

indian basmati rice (από allivegp, 22/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified