Φοβάμαι. Χέζομαι από το φόβο μου. Μάλλον βγήκε από τον ήχο «τριτς» (;) που κάνει ο κώλος όταν χέζει.

Χτες το βράδυ άκουσα έναν ήχο από κάτω αλλά δεν κατέβηκα να δω. Τριτσοκώλιασα άσχημα.

Τριστοκωλιάζοντας στο "Πάρκο Αντώνης Τρίτσης" (από Vrastaman, 23/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified