Η γκόμενα που έχει μακιγιαριστεί μέχρι αηδίας και κακόγουστα.

Αγοράζει τα βαφτικά με το κιλό και πάντα σε φτηνιάρικες μάρκες, γιατί ούτως ή άλλως δεν την πολυπαίρνει οικονομικά. Συνήθως πρόκειται για λαϊκιά, είδος που επιχωριάζει κυρίως στη Δυτική Όχθη (αλλά επ' ουδενί μόνο εκεί).

Η γυναίκα-μπογιατζής είναι, βεβαίως, ειδική στους σοβάδες και τα σοβατίσματα. Απλώνει με θρησκευτική ευλάβεια στη μάπα της τα επάλληλα στρώματα σοβά (με συγχωρείτε, make-up), ακριβώς όπως οι παλιοί ζωγράφοι νωπογραφιών (fresco). Ακριβώς όπως κι εκείνοι, προετοιμάζει καταρχήν την «βάση», πάνω στην οποία θα σκάσουν ακολούθως το δεύτερο και το τρίτο στρώμα σοβά (με συγχωρείτε, make up). Όταν ολοκληρωθεί το σοβάτισμα, σειρά έχει το καθαυτό μπογιάτισμα: κραγιόν (συνήθως κόκκινο μπουρδελέ), μάσκαρα, άι-λάινερ (γνωστός άγιος) κλπ.

Όπως όμως και με τους πιο πολλούς συναδέλφους της ελαιοχρωματιστές, η γυναίκα-μπογιατζής είναι σκιτζού. Αναπληρώνει τα κενά της προσωπικότητάς της θάβοντάς τα κάτω από τόνους μπογιάς. Πιστεύει ότι τα πάντα βρίσκονται στην ποσότητα. Δεν έχει ακούσει ποτέ το «ουκ εν τω πολλώ το ευ» και οπωσδήποτε δεν είναι οπαδός του γιαπωνέζικου μινιμαλισμού. Το αποτέλεσμα είναι τις περισσότερες φορές κωμικοτραγικό. Το πρόσωπό της μεταβάλλεται σε μια ασάλευτη κέρινη μάσκα, σε φάση που νομίζεις ότι το 'σκάσαν τα κέρινα ομοιώματα απ' το μουσείο της Μαντάμ Τισό και κόβουν βόλτες στους δρόμους σα τα ζόμπι.

Η γυναίκα-μπογιατζής έχει χτίσει τη φήμη της λιθαράκι-λιθαράκι, με πειθαρχία και σχολαστικότητα. Δεν κατέκτησε τον τίτλο της έτσι εύκολα, επειδή έτυχε να βγει δυο-τρεις φορές σα καρνάβαλος. Αντιθέτως, επιδεικνύει συνέχεια και συνέπεια, επιμονή και υπομονή. Ξυπνά στάνταρ απ' τα μαύρα χαράματα για να προλάβει να σενιαριστεί. Οποιαδήποτε ώρα της ημέρας, σε οποιοδήποτε άκυρο μέρος κι αν πάει (γυμναστήριο, παραλία, περίπτερο για τσιγάρα), είναι πάντα μπογιατισμένη. Εννοείται πως κουβαλάει και μαζί της τα σύνεργα της δουλειάς μέσα σε κάτι τεράστιες τσάντες, διότι που και που «ένα φρεσκαρισματάκι το χρειάζεται».

Βέβαια, για να μη τα θέλουμε όλα δικά μας και για να είμαστε και λίγο δίκαιοι, καλό θα ήταν να παραδεχτούμε πως (στο πολύ καταβάθος) μας ψιλοαρέσουν γυναίκες-μπογιατζήδες και λοιπές λαϊκιές. Γουστάρουμε να τις κράζουμε αλλά μας τρώει κι ο κώλος μας. Στο φινάλε, γιατί ασχολούμαστε συνέχεια μαζί τους;

- Είδες με τι γκόμενα κυκλοφορεί ο φίλος σου ο μήτσος;
- Όχι ρε μαλάκα δεν είδα, καμιά καινούρια θα 'ναι.
- Γυναίκα-μπογιατζής σε λέω αγόρι μου, τίγκα στις πούδρες και τα κραγιόνια...
- Ε και πού 'ν' το περίεργο;
- Δε σε πιάνω, πάρε το μηδέν...
- Ο Μητσάκος τι δουλειά κάνει βρε...βλακόμετρο; Ελαιοχρωματιστής δεν είναι; Άμα δε ταιριάζανε δε θα συμπεθεριάζανε, τέλος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified