ρισπέκ, ρισπέκτ, ρησπέκτ

Προκύπτει απ' το αγγλικό «respect», που σημαίνει σεβασμός, σέβας. Η ευρεία χρήση του έχει ξεκινήσει από τους ραπάδες, μαύρους και κυρίως wiggaz ("μαυροπρεπείς" λευκούς), που νομίζουν ότι κάθε τι που δεν «sucks», αξίζει το «respect» μας.

- ΟΚ, δε θα σου σπάσω το κεφάλι σήμερα.
- Ρισπέκ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ρισπέκ, ρισπέκτ, ρησπέκτ

Χρησιμοποιείται σαν ουσιαστικό μόνο (όχι σαν ρήμα) για να δηλώσει τον σεβασμό του χρήστη του προς κάποιον ή κάτι.

  1. Ο Φανούρης είναι πολύ καλός στο σεξ. Και έχει και απίστευτη διάρκεια! Ρησπέκτ!

  2. Είδα την νέα ταινία του Τάκη Βουγιουκλάκη. Ρησπέκτ.

  3. Έσκισες πάλι στην παρουσίαση. Ρησπέκτ.

  4. Διάβασα το βιβλίο σου. Ρησπέκτ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified