Προερχόμενο από το χώρο των μηχανοκίνητων, το ρήμα τελικιάζω είναι ένα άριστο δείγμα οικονομίας και αμεσότητας του λόγου. Επινοήθηκε για να αντικαταστήσει την περίφραση «πιάνω τελική ταχύτητα».

Συντάσσεται με απλό αντικείμενο, π.χ. τελικιάζω το μοτόρι μου, τελικιάζω το μερσεντικό κλπ. Αντιθέτως, το να πεις π.χ. έπιασα χθες τελική ταχύτητα με το αυτοκίνητό μου, υστερεί καταφανώς σε αμεσότητα και παραστατικότητα, σε σχέση με τις προηγούμενες διατυπώσεις.

Εμπνευστές του όρου είναι αυτοί που αρέσκονται συχνά στο να χτυπάνε τελικές με τα εργαλεία τους, και όχι βέβαια οι ταλαίπωροι οικογενειάρχες σεντανάκηδες που έχουν ως φετίχ την περίφημη παθητική ασφάλεια.

Και ποιοι άλλοι θα μπορούσαν να είναι αυτοί οι καυλόγκαζοι, παρά οι προσφιλείς μας κάγκουρες, τα ανθρωποειδή εκείνα που αν δεν υπήρχαν, εμείς οι σλανγκιστές θα έπρεπε απλά να τους εφεύρουμε;

Ο κάγκουρας διατηρεί μια εξόχως ερωτική (για να μην πω σαρκική) σχέση με το μηχανοκίνητο αντικείμενο του πόθου του. Οι γυναίκες έρχονται συχνά δεύτερες και καταϊδρωμένες στη λίστα των προτιμήσεών του (βλ. π.χ. την καλτιάρικη ογδονταρία Στροφή, όπου ο Πάνος Μιχαλόπουλος έπιασε γκόμενα τη μηχανή και ξεκόλλησε με την πρώην γκόμενά του).

Ο κάγκουρας αντιλαμβάνεται το μηχανοκίνητο με όρους σεξουαλικούς, π.χ. καβάλησα το γκολφάκι μου, του πέταξα τα μάτια έξω χθες στη Βουλιαγμένης, το ξεπατίκωσα, το στέγνωσα, το στράγγιξα, του ρούφηξα το αίμα, το ξεμούνιασα, το έσπασα κ.ο.κ.

Αντιθέτως, ο κάγκουρας δύσκολα θα πει: «έπιασα τελική με τη μηχανή μου», διότι έτσι εγκαθιδρύει μια οιονεί σχέση ισότητας ανάμεσα σ' αυτόν και το μηχανοκίνητο, που επ' ουδενί πρέπει να υπάρχει. Ο κάγκουρας πάντοτε πάει αυτός το εργαλείο του, ποτέ δεν τον πηγαίνει αυτό. Ένας κάγκουρας στο τιμόνι διατηρεί πάντα τον απόλυτο έλεγχο, σε σχέση με τους συμβατικούς, κουλούς οδηγούς, που κατά τύχην συμβαίνει να γνωρίζουν τα όριά τους.

Το παράγωγο ουσιαστικό του τελικιάζω, είναι το τελίκιασμα (πληθ. τελικιάσματα). Ένας εξίσου ευφυής καγκουρονεολογισμός, καθώς αποδίδει μονολεκτικά το σύνθετο –και άρα φλώρικο– «επίτευξη τελικής ταχύτητας».

Τα τελικιάσματα εν Ελλάδι αποτελούν σπάνιο και απειλούμενο είδος, λαμβανομένης υπόψη της χειρίστης ποιότητας των ελληνικών δρόμων και βεβαίως της στριφτερής, φουρκετοειδούς μορφολογίας τους. Αν διαθέτεις ένα αξιοπρεπές εργαλείο (κι όχι κάνα ενενηντάρι παπί που τελικιάζει στα 80), οι ευκαιρίες που θα έχεις για να μάθεις πόσο πιάνει τελικά το γαμημένο, μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού: η ευθεία της Τρίπολης, η ευθεία της Θήβας, η ευθεία των Μαλγάρων πριν τη Σαλονίκη, άντε κι εκείνη στα Μέγαρα.

  1. - Ρε φίλε, το μεσημέρι που κατέβαινα παραλία για μπάνιο, τελίκιασα την πάπια εκεί που τελειώνει η Βουλιαγμένης, μετά τη Γλυφάδα! Τραβάει καλά το μπουρδελάκι... Μικρό μικρό, αλλά μια εκατονσαραντάρα την έβγαλε τελικά. - Τί να μας πεις κι εσύ απ' τη ζωή σου ρε φιόγκο; Πάρε πρώτα κανά σοβαρό εργαλείο κι έλα να τα ξαναπούμε.

  2. - Πω ρε φίλε, είδα χτες εκείνο το κλασικό βιντεάκι στο you tube μ' εκείνους τους τύπους που τελικιάζουν την Μ6 στην Αττική Οδός.. Πολύ γαμάτο! Το 'χεις δει κι εσύ, έτσι δεν είναι;
    - Μέχρι κι η κουτσή Μαρία το 'χει δει, απορώ σε ποιο κόσμο ζούσες και δεν το 'χες πάρει πρέφα μέχρι τώρα. Και θες να λες πως ασχολείσαι και με αυτοκίνητα.
    - Είναι πωρωτικό όμως, ναι;
    - Τέτοια τελικιάσματα απ' το γυαλί έχω δει μπόλικα. Το θέμα είναι να 'σαι μέσα, όλα τ' άλλα είναι παπαριές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified