Κατά τον Μπάμπη:
μάρα = κατάληξη που αποσπάστηκε από κακόσημα σύνθετα, τα οποία δηλώνουν βραδύνοια, ανοησία, λ.χ. χαζομάρα, βαριεμάρα, κουταμάρα.
σάρα < σαρώνω + μάρα.
Οπότε η έκφραση σημαίνει το μεγάλο πλήθος, τον συρφετό από ανθρώπους κάθε λογής και κυρίως χαμηλού επιπέδου.
Άγνωστο αν έχει σχέση με τα γυναικεία ονόματα Σάρα και Μάρα.
Ασίστ: Μες.