Κατά τον Μπάμπη:

μάρα = κατάληξη που αποσπάστηκε από κακόσημα σύνθετα, τα οποία δηλώνουν βραδύνοια, ανοησία, λ.χ. χαζομάρα, βαριεμάρα, κουταμάρα.

σάρα < σαρώνω + μάρα.

Οπότε η έκφραση σημαίνει το μεγάλο πλήθος, τον συρφετό από ανθρώπους κάθε λογής και κυρίως χαμηλού επιπέδου.

Άγνωστο αν έχει σχέση με τα γυναικεία ονόματα Σάρα και Μάρα.

Ασίστ: Μες.

- Ήτανε στα παραθύρια της Ράιουνο, η Σάρα, η Μάρα και το κακό συναπάντημα... (Βλ. μήδια).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified