Ειρωνικά αυτός που δεν ακούει, όχι λόγω σχετικής αναπηρίας, αλλά λόγω μαρμελάδας ή γράσων στ' αυτιά, λόγω καταβύθισης σε μοντ, λόγω ελαφρού τριπακίου κλπ.

Βλ. και κουφοτσόγκας.

- Το MEGA το πιάνει;
- Όχιιι, κούνα την κεραία κι άλλο!
- Τώρα;
- Κι άλλο!
- Τα άλλα κανάλια;
- Θα φάμε μετά, κάτσε να μπορέσουμε να δούμε τον αγώνα!
- ΤΑ ΑΛΛΑ ΚΑΝΑΛΙΑ ΕΙΠΑ ΡΕ! Κουφάλογο, ε κουφάλογο!
- Παίρνει μπύρες κι έρχεται, δουλειά μας εμείς!

Σφήκες. Οι κωμωδίες του Αριστοφάνη σε κόμικς, Τ. Αποστολίδη και Γ. Ακοκαλίδη. (από patsis, 07/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified