Ειρωνικά αυτός που δεν ακούει, όχι λόγω σχετικής αναπηρίας, αλλά λόγω μαρμελάδας ή γράσων στ' αυτιά, λόγω καταβύθισης σε μοντ, λόγω ελαφρού τριπακίου κλπ.
Βλ. και κουφοτσόγκας.
- Το MEGA το πιάνει;
- Όχιιι, κούνα την κεραία κι άλλο!
- Τώρα;
- Κι άλλο!
- Τα άλλα κανάλια;
- Θα φάμε μετά, κάτσε να μπορέσουμε να δούμε τον αγώνα!
- ΤΑ ΑΛΛΑ ΚΑΝΑΛΙΑ ΕΙΠΑ ΡΕ! Κουφάλογο, ε κουφάλογο!
- Παίρνει μπύρες κι έρχεται, δουλειά μας εμείς!