Γυναίκα με χοντρές γάμπες (σαν τον Ποπάυ).

Συνήθως απαντάται σε πιο προχωρημένες ηλικίες, ή σε χωριά, οπότε συνδράμει την μπουκαλοδιαμόρφωση της γάμπας η ηλικία, η γέννα, η ατημελησία, οι βαριές δουλειές κλπ.

Αν πρόκειται και για γαριδογκόμενα, βράσε ρύζι ...

Στην Αττικοβοιωτία, ενδημεί στην Αμφιάλη.

-Καλά το πρόσωπο έχει τρελό ζιβί !

-Πόδι είδες όμως ; Με τέτοια μπουκαλοπόδαρη για μπόουλινγκ να πας, όχι για σεξ.

Κλασικό μπουκάλι κοακόλα (από poniroskylo, 24/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified