(Μεταφορικώς): Ο αρρενωπός και σθεναρός άνδρας, που το λέει η καρδιά / περδικούλα του, έχει κότσια, δεν κωλώνει, είναι αρχιδάτος, είναι της φυλής των δε μασάει, δεν ορρωδεί προ ουδενός, δεν αμφιταλαντεύεται κτλ.

Φαίνεται ότι, κατά λαϊκήν τινά δοξασίαν, η θρίξ του απηυθυσμένου, λειτουργεί ως αλεξικλάνιον, ήτοι ότι ο έχων τρίχωμα άρκτου εις την έδραν, δεν τα κλάνει την δύσκολην στιγμήν και τραβάει μπροστά με δύναμη και ορμή, παρά την έλλειψιν φυσικής τινός ώσεως. Άλλωστε, ο διαθέτων μπαξέ με λουλούδια (βλ. λήμμα), τυγχάνει ιδιαιτέρως συμπαθής εις τα συμπαθείς τάξεις των κωλόμπων, ένεκα αυτού τούτου του κάλλους, που προμηνύει άμα και σωματικήν roaming (ρώμην)...

Συνώνυμα: Έχω τον κώλο πίσω, άμα έχεις κώλο έλα, κωλοπετσωμένος κτλ.

Ιταλιστί: Clle pelle sullo stomacho/culo = Είμαι ο αμάσητος.

- Τα 'μαθες; Ο Μητσάρας χτες πλακώθηκε μ' έναν σφίχτερμαν στη Νίκαια, επειδή, λέει του πείραξε τη γκόμενα.
- Σιγά μη σκίσει κάνα σώβρακο πες του, η κωλώστρα...
- Τί λε ρε; Τις προάλλες τα 'βαλε με πέντε σ' ένα κωλόμπαρο στο Κερατσίνι, σαν το ΛεΠα, στο «Θέλεις;» και τους έκανε αλόγατα. Μπροστά ήμουνα σου λέω! Ο τύπος είναι μαλλιαρόκωλος κι οι πούτσες μέσα!
- Άλα κουστουμιά ο σακάτηςςςςςς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified