(Πάτρα): Ομάδα, (αντρο)παρέα, σκυλολόι, μπουλούκι.
Προφανώς από τους τούρκους τσέτες = μπουλούκι ατάκτων στρατιωτών.
Συνώνυμο: πουτσαρά-μπουλούκ(ι).
Θά 'ρθεις το βράδυ στο Σκέτζο; Θα μαζευτεί όλη η τσετία εκεί.
Got a better definition? Add it!
Published 2009-07-07 14:40:48+00:00 Last modified 2015-05-03 21:14:11+00:00
I forgot my password!
Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.