Επίσης, θα σε ( θα τού) γιουρντήξω.
Σημαίνει: Θα του επιτεθώ και δεν θα καταλαβαίνω τίποτα, δεν θα λογαριάσω απώλειες. Βλ. και το παρεμφερές γιούργια στα παλιούρια.
Θα του ορμίσω λοιπόν με αγριότητα μια και το μυαλό μου έχει τρελαθεί και δεν διέπομαι από τους κανόνες τοις κοινωνίας που ζω. Αν και μέσα μου ένας δεύτερος εγώ μου μού λέει «σταμάτα» αλλά τον καταπιέζει ο πρώτος και άγριος εαυτός μου. Είμαι δηλαδή σε βρασμό ψυχής και πιθανότατα σε κατάσταση προσωρινής σχιζοφρένειας.
Όταν λοιπόν κάποιος γιουρτά σε κάποιον άλλο, ο επιτιθέμενος έχει εκτραχηλιστεί πλήρως και θέλει προσοχή.
Πιθανότατα να προέρχεται από το γιουρούσι που σημαίνει επίθεση.
Κρατάτε με ρε θα του γιουρντήξω, δεν μου τη γλυτώνει, ααααααααααααααααααααααα…
(σ.ς. τα συνεχόμενα ααα είναι ο ήχος του εγκεφαλικού διακόπτη στην αλλαγή από νορμάλ σε σχιζοφρένεια).