Κινηματογραφογενής (ουφ!) έκφραση, που δηλώνει (και δικαιολογεί) αμηχανία, σύγχυση, παραστράτημα, ατόπημα.
Φυσικά προέρχεται, απο το νεορεαλιστικό αριστούργημα του Τζαβέλλα «Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα», όπου η κουμπαρο-μπεμπέκα Δέσπω Διαμαντίδου, επιχειρεί με τη φράση αυτή, να καλύψει τις νεόκοπες τζαναμπετιές της άρτι υπανδρευμένης Μάρως Κοντού, έναντι του μέχρι πρότινος ατύπου συζύγου-λοχία Γιώργου Κωνσταντίνου.
Τέτοιου είδους εκφράσεις του παλιού σινεμά, υφίστανται και χρησιμοποιούνται ευρέως πλέον απο τη νεολαία, που έχει απομυθοποιήσει μεν τις ελληνικές ταινίες, πλην όμως τις έχει εμπεδώσει σε τέτοιο βαθμό, (αφού έχουν παιχθεί χιλιάδες φορές) ώστε να κωδικοποιηθούν οι διάλογοι και να ενσωματωθούν στην καθομιλουμένη.
Για παράδειγμα, οι ατάκες του Ζήκου (π.χ. «πας, άπας τις, εις άνδρας, οφείλει να-φροντίζει για-το μέλλον-του», «πάω στο γιατρό εγώ», «κι ένα αστραπόβροντο» κ.τ.λ.), το «του νόου ας μπέτερ» ή ασμπέτε του Χρόνη Εξαρχάκου (Ο κατεργάρης), «με είχε δώσει η μάνα μου φονντούκια» του Βουτσά (Νύχτα γάμου), «βάζω τα σπίρτα, βάζεις τα τσιγάρα;» του Ηλιόπουλου (Κυρίες της Αυλής), «πνεύμα και ηθική» του Αυλωνίτη (Η ωραία των Αθηνών) κ.α.
- Τί σου ’ρθε βρε όργιο και άνοιξες κουβέντα στον Τάσο για τη Μαίρη; Δεν το ξέρεις οτι είναι ακόμα καψούρης μαζί της;
- Ξέρω γώ; Ε, η ζέστη, τα λόγια του παπά...