Το υπερβολικό άκουσμα από φούντα. Συνήθως η ευφορία από το μαύρο μετατρέπεται σε άσχημη κατάσταση.

Μετά από μία μπαφοκατάσταση σε ένα μπαφόσπιτο ενός φίλου έχοντας πιει άγνωστη ποσότητα καλής φούντας (καλαματιανό, πυργιώτικο, skunk, κ.α.) ένας από την παρέα σκαλωμένος με το μωσαϊκό στο πάτωμα ξερνάει επί τρία λεπτά ασταμάτητα και μετά δεν μπορεί να κουνήσει ούτε το βλέφαρο του. Εκείνη τη στιγμή λέμε ότι ο φίλος είχε πάθει μπακακάου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το έντονο μπέρδεμα, το κομπλάρισμα.

Πωπω, τι θεογκόμενα ήταν αυτή αδερφάκι μου, μόλις την είδα έπαθα μπακακάου, δεν μπορούσα να αρθρώσω λέξη!

Βλέπε και μπακακάο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified