Από το επιτατικό συν + την λέξη σκατά. Μεσ' τα σκατά, γεμάτος σκατά. Κυριολεκτικά ή μεταφορικά.

  1. Πάλι σύσκατο το έφερες το μικρό ρε Νάνσυ; Μόνη σου δεν μπορείς να του αλλάξεις την πάνα ποτέ;

  2. Μια φορά του είπα και γω να με βοηθήσει στο κονέ με το γραφείο του υπουργού κι αυτός τα έκανε σύσκατα, ρεζίλι έγινα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified