Συνώνυμο του χέστη, του φοβητσιάρη, αυτού που φοβάται υπερβολικά, και ως αποτέλεσμα αυτού τα κάνει πάνω του.

Προέρχεται απο την έκφραση τα έκανα πάνω μου, λόγω υπερβολικού φόβου. Όταν κάνεις τα χοντρά πάνω σου είσαι χέστης, ενώ όταν κάνεις το ψιλό, είσαι τσίσιας.

— Δεν μου λες, χαλβαδιάζεις το γκομενάκι εδώ και μία εβδομάδα, θα της την πέσεις, ή θα το συνεχίσετε στο μιλητό;
— Κωλώνω λιγάκι...
— Άντε ρε τσίσια...

Δες ακόμη: κατουρλής.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified