Ναυτικός όρος που σημαίνει το αγκάθι ασφαλείας της άγκυρας ή γάντζου ή αγκιστρίου πετονιάς, που άπαξ και χωθεί, εμποδίζει την αποδέσμευση του - σκοπούμενου να σταθεροποιηθεί - στόχου (π.χ. πέτρες βυθού, βράχια ή αλίευμα αντίστοιχα) από το σταθερό σημείο (π.χ. εργάτης πλοίου ή καλούμπα ψαρά).

-Ωχ! Μου χώθηκε το αγκίστρι στο δάχτυλο!
-Χαλάρωσε και πάρε κανα-δυο βαθιές αναπνοές! Ο μόνος τρόπος να βγεί τώρα, είναι να το σπρώξουμε παραμέσα, ώστε να βγεί απ' την άλλη μαζί με τη δελφινιέρα. Μετά την κόβουμε με πένσα και το τραβάμε να βγεί!
-Τί λέ ρε φίλε! Χλωροφόρμιο έχεις;
-Ούζο σου κάνει;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified