Συμπληρώνω χρήματα όταν μου ζητηθεί. Συνήθως χρησιμοποιείται μεταξύ (άφραγκων) φίλων!
Συμπληρώνω χρήματα όταν μου ζητηθεί. Συνήθως χρησιμοποιείται μεταξύ (άφραγκων) φίλων!
Got a better definition? Add it!
Λήμμα-ομπρέλα, όλος ο χρόνος κλασικό (sic), στο οποίο κάθε εποχή προσθέτει και το κατιτίς της σε σημασία.
Κανονικά:
α. Παίρνω κόλλα για να συναρμολογήσω κάτι που, λχ, έσπασε. Ως εκ τούτου...
β. Κολλάω επειδή έπιασα την κόλλα και γέμισα τα χέρια μου, τα ρούχα μου, τα πάντα.
Γίνομαι τσιμπούρι σε κάποιον, του / της κολλάω (εξού και το Κολλητήρι του Καραγκιόζη)
Την κολλάω σε κάποιον: του φέρνω έντονη αντίδραση, του πάω πολύ κόντρα. Εδώ κολλάει* κάπως και η σχετική έκφραση: «τον κολλάω στον τοίχο», δηλαδή τον αποστομώνω για τα καλά.
«δένω», ταιριάζω. Το λέμε για τα πάντα («κολλάει παντού», δηλαδή, που έλεγε και η παλιά διαφήμιση...)
Συμφωνώ με ενθουσιασμό με κάποιον και κολλάμε τα χέρια λέγοντας «κόλλα το!»
Είμαι τραγούδι, εύπεπτη μελωδιούλα, και κολλάω στο μυαλό κάποιου και από τη στιγμή αυτή κι έπειτα δεν μπορεί να με ξεφορτωθεί και το τραγουδάει όλη μέρα.
Αποκτώ εμμονή με κάτι, τρώω κόλλημα, σκαλώνω. Αυτό μπορεί να είναι μελωδία, γεύση, κατάσταση, άνθρωπος, ζώο, φυτό, τόπος, μυρουδιά, ατάκα, τα πάντα. Και μου συμβαίνει είτε γιατί είμαι ψυχαναγκαστικό ατομάκι, ή γιατί έχω καπνίσει κανα καλό.
(πεπαλαιωμένο): Είμαι η βελόνα του πικάπ και ο δίσκος έχει χαρακιά και παίζω στο ίδιο σημείο ξανά και ξανά και κάποιος τρέχει να με πάει παρακάτω λέγοντας «Ωπ! κόλλησε η βελόνα!»
Είμαι τσαπατσούλης και ό,τι νά 'ναι και τα κάνω όλα στο αρπαχτό -εδώ κολλάει το άρπα-κόλλα.
Γκραν γκρινιόλ μονόπρακτο σε 10 σκηνές:
1.α.
- Αχ! ΠΡΟΣΕΧΕ ΡΕ ΓΑΜΩΤΟ!!! τό 'σπασες! Ήταν της μαμάς μου!
- Δεν πειράζει μωρό μου, μη μου σκας, θα το κολλήσω εγώ, να, τώρα.
1.β. (πάνω που έχει κολλήσει το μισό)
- Πού έχουμε την βενζίνη; Κολλάν τα χέρια μου από την κόλλα...
- Ρε μωρό, γιατί δεν μπορείς να κάνεις μια δουλειά σωστά;
(είναι σκυμένη από πάνω του και κοιτάει να δει πώς το κάνει)
- Έλα μωρέ, μη μου κολλάς τώρα, πήγαινε μέσα κι άσε με να το κάνω μόνος μου και όταν τελειώσω θα σε φωνάξω, έτσι;
(θυμώνει και του τη λέει)
- ΑΑΑΑΑΑΑΑΑ! Μη μου κολλάς εμένα! Δε φτάνει που μου κάνεις το σπίτι μπουρδέλο και δεν λέω τίποτα, τώρα μου το γέμισες και με κόλλες, πού ξέρω τι ζημιά ακόμα θα κάνεις...
... Άσε που λέρωσες και το καλό σου το παντελόνι. Σου 'χω πει χιλιάδες φορές να μην κάνεις μαστορέματα καλοντυμένος. Τώρα τι θα φορέσεις απόψε; Το άλλο σου παντελόνι δεν κολλάει με το πουκάμισο που σου σιδέρωσα!
(δεν κολλάει εδώ παράδειγμα...)
(μετά από σαράντα λεπτά)
- Ουφ, το τελείωσα. ΑΓΑΠΗ ΕΛΑ, ΕΤΟΙΜΟ!
(έρχεται)
- Α τι ωραίο που έγινεεεε Ούτε που φαίνεται ότι είχε σπάσει!
- Είδες; Εμ τι λέμε τώρα... Μπρίκια κολλάμε; Χα!
(πάει να τον αγκαλιάσει)
- Μη μη μη! Κολλάω ολόκληρος! Πάω να κάνω μπάνιο!
(τραγουδάει στο μπάνιο):
«Ο Παπουτσάνης έχει βγάλει
για όλη σάς τη φαμελιά
ένα τεράστι-ο μπουκάλι
λουσιμό για τα μαλλιά»
(αυτή, απ' έξω):
- Ώχου ρε μωρό, πάλι κόλλησες με αυτή τη διαφήμιση, δεν αντέχω να το ακούω πάλι!
(όμως τον ξανακούει να το τραγουδάει):
- Κατάλαβα... κόλλησε ο βελόνα...
(πάει μέσα, βάζει μουσική, κάτι άλλο για να μην τον ακούει, ανάβει τσιγάρο και πα να δει το σπασμένο αντικείμενο που ξανακόλλησε. Μουρμουράει:)
- Τώρα που το βλέπω καλύτερα, τι του λες, πάντα βιαστικός, πάντα άρπα-κόλλα, σαν τα μούτρα του τό 'κανε...
Got a better definition? Add it!