Λέξη που χρησιμοποιείται για να αποκτήσει μάγκικη ισχύ ο λόγος.
Προέρχεται από το να πούμε.
- Πήγα να τον παίξω μία πόρτες και μέτραγε τα πούλια ναούμε. - Άμα δε το κατέχεις το τάβλι άσ' τα - βράστα ναούμε, πάνε παίξε τις κουμπάρες!
Λέξη που χρησιμοποιείται για να αποκτήσει μάγκικη ισχύ ο λόγος.
Προέρχεται από το να πούμε.
- Πήγα να τον παίξω μία πόρτες και μέτραγε τα πούλια ναούμε. - Άμα δε το κατέχεις το τάβλι άσ' τα - βράστα ναούμε, πάνε παίξε τις κουμπάρες!
Βλ. και ναούμ', άμα λάχει (ναούμ'), νταξναούμ.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified