Μαγικό ξόρκι που χρησιμοποιούσαμε στο δημοτικό όταν παίζαμε κρυφτό και αμέσως ελευθερώνονταν όλοι οι φυλακισμένοι. Όταν έφτανες στο σημείου που φύλαγε ο αντίπαλος, έφτυνες δείχνοντας έτσι την αποστροφή σου στο πρόσωπό του και ο τελευταίος έπρεπε να πει «φτου ξελευθερία για όλους» ώστε να ελευθερώσει, σαν άλλη διάσωση του στρατιώτη Ράιαν, τους πιασμένους στο παιχνίδι.

Φτου ξελευθερία για όλουυυυυυυυυυς!!! Πάλι καλά που είμαι εγώ και σας ελευθέρωσα παιδιά! Νίκο.. ξαναφυλάς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειδικός ποδοσφαιρικός όρος, που υποδηλώνει το πολύ δυνατό σουτ, που μπορεί να τραυματίσει ή να σπάσει κανένα αμάξι άμα παίζεις στο δρόμο, ή να μετακινήσει τα δοκάρια. Γι' αυτό και απαγορεύεται δια ροπάλου στις μικρές ηλικίες.

Ρε μαλάκα, είπαμε όχι καραβολίδες! Τον πήρε η μπάλα στο στομάχι το Λευτεράκη και να δούμε τώρα τί θα πούμε στη φουκαριάρα τη μάνα του!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που προέρχεται από μετάφραση ηχητικού ακούσματος. Ακούς ένα θόρυβο έντονο κάποιου πράγματος που σκάει! Μπράφ! Και επειδή δεν γνωρίζεις πώς να το ονομάσεις το λες στρακαστρούκα.

Κάποια βεγγαλικά για παράδειγμα τα λένε στρακαστρούκες.

Μου πήραν τα αυτιά οι στρακαστρούκες το Πάσχα! Ασιχτίρ!

(από electron, 26/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οποιοσδήποτε ανήρ άνω των 60 ετών θα θεωρούσε ότι η λέξη αυτή πηγάζει από τα παραμύθια ή είναι προϊόν μυθοπλασίας που είναι αποτέλεσμα έντονης κατάποσης μπύρας, τσίπουρου με σαφράν ή ούζου.
Κι όμως δρακουλίνια δεν είναι τα παιδιά του δράκου, αυτού του αγαπημένου μυθολογικού τέρατος, ούτε του Γιάγκου Δράκου της Λάμψης.

Δρακουλίνια ονομάζουμε ένα είδος γαριδακίων που κυκλοφορούν στο εμπόριο που το σχήμα τους θυμίζει έντονα τη μασέλα του Δράκουλα με τους μυτερούς κυνόδοντες.

- Πιτσίνια ή δρακουλίνια; Τι να φάω σήμερα;
- Όχι άλλα γαριδάκια ρε! Παχαίνουν.. Πάρε κάνα σουβλάκι!
- Ναι.. Έτσι θα κάνω γράμμωση δηλαδή ε;

(από The_Tongue, 25/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τσαχπίνης νέος που τον αφορά ο γκομενισμός, η διασκέδαση και είναι θιασώτης σταρχιδιστικής, θρασύτατης και αντικοινωνικής ιδεολογίας και συγκρούεται με τους σεμνούς μεγαλύτερους.

Τους τεντιμπόηδες στη Χούντα που πετάγανε αυγά στους καθηγητές τους, τους κουρεύανε!

με προσοχή στο "ΕΙΜΕΘΑ " (από vzoom, 22/09/09)teddy bear... (από BuBis, 22/09/09)

Βλ. και τέντυ-μπόυ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που χρησιμοποιείται για να αποκτήσει μάγκικη ισχύ ο λόγος.

Προέρχεται από το να πούμε.

- Πήγα να τον παίξω μία πόρτες και μέτραγε τα πούλια ναούμε. - Άμα δε το κατέχεις το τάβλι άσ' τα - βράστα ναούμε, πάνε παίξε τις κουμπάρες!

Βλ. και ναούμ', άμα λάχει (ναούμ'), νταξναούμ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πολύ ωραία γυναίκα που σου θυμίζει τη μάνα σου γι' αυτό και σου αρέσει; Που θες να την βοηθήσεις να τεκνοποιήσει;

Δεν γνωρίζω, μη βαράτε, όμως τόσο οι ΑΜΑΝ όσο και ο Βέγγος την έχουν κάνει διάσημη οπότε είναι ΕΞΕΥΤΕΛΙΣΤΙΚΟ λέγω να μη την έχω βρει εδώ μέσα.

Τέσπα, Μμμανούλα είναι η ωραία και γοητευτική γυναίκα.

- Θου-Βου: Ντόιιιινκ ντόινκ ντόινκ! Φσιτ φσιτ φσιτ! Μμμανούλααα αχ!

Μανούλα by ΘουΒού (από GATZMAN, 21/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπουρί ονομάζουμε επίσης άντρα δυνατό με ευμέγεθες σώμα.

Αν είσαι τόσο νταής όσο μας το παίζεις Νικολάκη, πήγαινε δείρε τον Σόφο που είναι μπουρί!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από το εγγλέζικο Survivor, μόνο που στην ελληνική εκδοχή του πρέπει να επιβιώσεις από ανελέητο και συνεχές μεθύσι!

Τι Survivor και μαλακίες, φέρτε ρε τεκίλες να αρχίσουμε το Σουρουβάιβορ να γίνουμε όλοι λιάρδα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κολόμβος είναι αυτός ο τυπάς που έχει μια ιδέα (συνήθως ηλίθια, τρελή, περίεργη κτλ.) και πείθει διάφορα άβουλα τυπάκια να τον ακολουθήσουν. Είναι αυτός που ανακαλύπτει νέο έδαφος.

Κι όμως σου λέω, χτες ο Προκόπης έβαλε έναν χιτώνα και πήγε Ψυρρή κάνοντας τον Αρχαίο Έλληνα! Τον είδαν κάτι ξένοι και βάλανε κι αυτοί σεντόνια και γίνανε ολόκληρη ομάδα. Τόσο κολόμβος είναι ρε φίλε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified