Άτομο που βρίσκεται σε κατάσταση εξαιρετικής μέθης (ή και μαστούρας). Κατά κάποιο τρόπο, έχει μεταβεί σ' ένα «ανώτερο επίπεδο», στο οποίο το να συνεννοηθεί ή ακόμα και να νιώσει είναι απίθανο.

-Πώς περάσατε χτες στο μπαράκι; Κομμένο σε βλέπω...
-Γάμησέ τα... Γίναμε αρκούδια απ' τα ξίδια και δεν ξέραμε τι κάναμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι χαϊδευτικά το αιρκοντίσιον. Αιρκοντίσιον > αρκουδίσιον > αρκούδι. Ταιριάζει σε μικρά κλιματιστικά αυτοκινήτου. Όχι τίποτα θηρία επαγγελματικά.

- Κορίτσια μήπως ενοχλεί το αρκούδι πίσω που κάθεστε, να το κλείσω;
- Όχι, απλά θα πληρώνεις τους γιατρούς μετά που θα αρρωστήσουμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified