Υφίσταται εις την καθομιλουμένη τάσις αφαιρέσεως του νυ όταν αυτό βρίσκεται εις την κατάληξιν λέξεως ξενικής, χάριν αστεϊσμού και τσαχπινιάς εις τον λόγον.
Καθιστά ενίοτε κλιτή την ειδ' άλλως άκλιτη ξενόφερτη λέξη.

Παράβαλε αρκούδως, αφεδύο, ζάπι, τουλάστιχον, το μνημειώδες προβατοκάτσικα και πολλά άλλα.

  1. Θα ήθελα ένα σάντουιτς με ζαμπό και μπέηκο.

  2. Έχω γεμίσει εμότικα το μουσουνού και δεν μπορώ να γράψω σαν άθρωπος.

Βλέπε και τα σχόλια στο λήμμα μπετό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified