Ζαχαρώνω γκόμενα, κάνω παιχνιδάκι με τα μάτια, εκπέμπω και λαμβάνω σεξουαλικά υπονοούμενα προς και από μια γυναίκα. Παίρνω μάτι και θαυμάζω χωρίς να αγγίζω.

Μάλλον αθηναϊκός ή νοτιοελλαδίτικος όρος, προς τα πάνω ο γράφων δεν τον έχει ακούσει.

- Θα τα ματιάξεις τα κορίτσια ρε! Τι τα κοιτάς τόση ώρα, να πάμε από εκεί;
- Νταξ ρε φίλε άμα γουστάρεις μέσα. Με ξέρεις, μ' αρέσει να καυλαντίζω τα μουνάκια όταν αράξω σε μαγαζί, έχει τη φάση του το παιχνίδι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και γενικότερα, εννοώντας την θέληση να αποκτήσουμε ή να φτάσουμε σε ένα επιθυμητό σημείο.

Πωπω, και γαμώ τα κινητά αυτό το καινούργιο της ericsson, πέρασα σήμερα απ' τον Γερμανό και το καυλάντισα καλά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συζητώ με κάποιον υποψήφιο ερωτικό σύντροφο, αφήνοντας συνεχώς υποννοούμενα σεξουαλικού περιεχομένου και περιστρέφοντας εν γένει την κουβέντα γύρω από το σεξ. Κατά το καυλάντισμα (ουσ.), οι δύο (ή περισσότεροι) συνομιλητές έχουν σχεδόν ειλημμένη την απόφαση να συνευρεθούν σεξουαλικώς, ωστόσο οι αφροδισιακές ιδιότητες του, καθυστερούν προσωρινά τη συνεύρεση και προάγουν το διάλογο.

Χάρη στην πρόοδο της τεχνολογίας, πλέον μπορεί κάποιος να καυλαντίζει κάνοντας χρήση:

  1. κινητού τηλεφώνου (εκτός του μιλητού, με SMS/MMS)
  2. ηλεκτρονικού υπολογιστή (instant messengers/IRC/e-mail κτλ)

- Τι έγινε ρε; Πού εξαφανίστηκε ο Μπάμπης;
- Να, εκεί! Καυλαντίζει με μια γκόμενα στο μπαρ.
- Χε χε! Α, την κουφάλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified