1. Έκφραση φιλοφρονήσεως-θαυμασμού προς οικείο, όπως «γεια σου ρε μαγκίτη / αλάνι / αλανάρχη / άλαν / μάγκα / μαγκιόρε / τσίφτη / τσικ-λεβέντη / καραμπουζουκλή» κλπ. Χρησιμοποιείται κυρίως ως «πού’ σαι ρε παίχτη;» ή «σωστός ο παίχτης!»

Παράγωγα: Παίχτουρας, παιχτούκλα, παιχτάκι κλπ.

Άλλωστε η έκφραση «παίζε μπάλα», μπορεί να σημαίνει και «παίζε κει πέρα» στο τάβλι, συνέχισε να εξηγείς (όπως «κάνε σενάριο»), «δούλευε ζάρι», κάνε τη δουλειά σου κι άσ' τα σάπια, χτύπα τη γκόμενα (το πεδίο είναι ελεύθερο) κλπ.

  1. Στην κλασσική αργκό του περασμένου αιώνος, το κομπολόι ή μπεγλέρι (αν και σήμερα λέγεται έτσι αυτό με τις δυο χάντρες που παίζεται νευρικά με τον αντίχειρα).

Συνήθως είχε δεκα-τρείς χοντρές χάντρες (κεχριμπάρι που σήμερα είναι πανάκριβο) και ουδεμία λειτουργική σχέση είχε (ούτε έχει) με το ροζάριο ή το κομποσκοίνι...
Απαραίτητο αξεσουάρ του κουτσαβάκη μαζί με:

  • Καβουράκι με «χλίψη» (=θλίψη δηλ. μαύρη περιμετρική ταινία πένθους για τους φόνους που διέπραξε ο φέρων) και βουλιάγματα στα πλαϊνά του πίλου ή τραγιάσκα με κουμπί (βλ. ρεμπέτικο «Βαρβάκειο») ή κούκο (εργατικό μονοκόμματο καπέλο με μικρό γείσο όχι πλατύ και τετράδιπλο σαν «του σκηνοθέτη»),
  • γιλέκο (ή μεϊντανογέλεκο)
  • παντελόνι «τρόμπα» (τζογέ),
  • σακάκι ανάρριχτο και κοστούμι ασορτί και κοκέτικο (!) με βαριά όμως πάντα χρώματα (μαύρο, γκρίζο ή καφέ βλ. αυτοβιογραφία Μ. Βαμβακάρη),
  • χτένα και μαντήλι στην κωλότσεπη (για στιγμιαίο σουλούπωμα-γυάλισμα/ξεσκόνισμα αφού οι δρόμοι δεν είχαν ασφαλτοστρωθεί τότε και σηκώνονταν κουρνιαχτός με το παραμικρό βλ. και Ζήκο εν έτει 1963 στην Αθήνα, να λέει «τα παράπονά σας στο Δήμαρχο που δεν καταβρέχει», διότι περνούσε η υδροφόρα του Δήμου με τρύπια καζάνια, που έσταζαν νερό στο δρόμο για να κατακάτσει το χώμα),
  • κερασέα (μαγκούρα για εκφοβισμό πολιτικών αντιπάλων),
  • «σίδερο» ή «κούφιο» ή «κουμπούρι» (πιστόλι και «δαμάσκηνα» ή «μούσμουλα»: σφαίρες),
  • «γκαρδιακιά» ή «σκανταλιάρα» ή «ισόβια», ή «διμούτσουνη» (=μαχαίρι) βλ. και Ν. Φέρμα ως κουτσαβάκη Νταούφαρη στην «Ανθισμένη Μυγδαλιά» (1959),
  • ζωνάρι (αρβανίτικα, ζινάρι) το πάτημα του οποίου σήμαινε πρόκληση σε μονομαχία όπως και σε όλους τους Ουραλο-αλταϊκούς λαούς,
  • στιβάλια τριζάτα (συνήθως υποχρέωναν τον τσαγκάρη να βάλει δυο φέτες πετσί βουτηγμένο σε πετρέλαιο ανάμεσα στον πάτο και τη σόλα για να κάνει γούτσου-γούτσου),
  • «πίττες» ή αφέλειες (κολλημένο τσουλούφι στο μέτωπο με μεδουλάρι: ζωικό λίπος),
  • ψεύτικες ελιές ζωγραφιστές ή σταμπαρισμένες με γραφίδα,
  • τσαμπουκάδες (ανορθόγραφα τατουάζ ή χαρακιές) στα χέρια και στο στήθος,
  • επιβλητικός μύσταξ (περιποιημένος με «μαντέκα»=ζωικό λίπος και διορθωμένος με μολύβι ή κάρβουνο),
  • βλοσυρό ύφος («συναχωμένο» βλ. «Συνάχης» Μ. Βαμβακάρης),
  • αργκό με ιδιαίτερη προφορά (συνήθως αρβανίτικη), και
  • σχετικούς ακκισμούς (πάτημα των τακουνιών πρώτα, απότομα τίναγμα του κεφαλιού προς τα πίσω, στρίψιμο μουστακιού, μονόμπαντο βάδισμα βλ. έκφραση «σιγά τα βαρίδια» κλπ).

Ενδεικτική βιβλιογραφία:

  • Ο Τζογές, 1926, νεότερη έκδοση Βραδυνής 1937, Σώτος Πετράς,
  • Τα Παιδιά της Πιάτσας, Ν. Τσιφόρου α΄ έκδοση Ταχυδρόμος 1965, (ιστορία “Κονόμι συνταγματικό”), Αθήνα 1979, Ερμής,
  • Υπόκοσμος και Καραγκιόζης, Ηλίας Πετρόπουλος 1996 Αθήνα, Νεφέλη,
  • Τουμπεκί, Π. Πικρός 1927, Αθήνα, Κάκτος,
  • Ο Πατροκατάρατος, Μαρίνος Παπαδόπουλος Βρετός, Αθήνα 1845 (ημιτελής δημοσίευση σε συνέχειες στην εφημ. Ανεξάρτητος. Βλ. Μαρίνος Παπαδόπουλος Βρετός, Ο πατροκατάρατος και άλλα αφηγήματα. Φιλολογική επιμέλεια Λάμπρος Βαρελάς, Αθήνα, Νεφέλη, 2004 («Η πεζογραφική μας παράδοση», αρ. 64), σσ. 111-142),
  • Αθηνών Απόκρυφα, Γεώργιος Ασπρίδης, (Αθήνα, ύστερα από το 1844. Σώζεται μόνο το πρώτο δεκαεξασέλιδο φυλλάδιο),
  • Η Επτάλοφος ή Ήθη και Έθιμα Κωνσταντινουπόλεως, Πέτρος Ιωαννίδης ο Αγέρωχος, Μυθιστόρημα, τόμος Α΄, Κωνσταντινούπολη, τυπ. Η Ανατολή Ευαγγελινού Μισαηλίδου, 1855 (β΄ έκδ. με τον τίτλο: Απόκρυφα της Κωνσταντινουπόλεως, Αθήνα 1866),
  • Απόκρυφα Σύρου, Δημοσθένης Ν. Λυμπερίου, Μυθιστορία, τόμος Α΄, Ερμούπολη, τυπ. «του Έθνους», 1866 (α΄ δημ. εφημ. Σάλπιγξ της Ελευθερίας, Ερμούπολη 1863, β΄ έκδ. 1882),
  • Απόκρυφα Κωνσταντινουπόλεως, Χριστόφορος Σαμαρτσίδης, Μυθιστόρημα. Μέρος πρώτον, τόμος Α΄, Κωνσταντινούπολη, τυπ. Επταλόφου, 1868, τόμος Β΄ (1868), τόμος Γ΄ (1868) – Μέρος δεύτερον, τόμος Α΄. Δαπάνη Δημητρίου Α. Φέξη, Κωνσταντινούπολη, τυπ. Il Commercio Orientale, 1868, τόμος Β΄ (1868) – Μέρος τρίτον, Δαπάνη Δημητρίου Α. Φέξη, Κωνσταντινούπολη, τυπ. Il Commercio Orientale, 1868 [β΄ έκδ. του πρώτου μέρους 1869],
  • Οι μυστηριώδεις νυκτοκλέπται, Μηνάς Δ. Χαμουδόπουλος, Διήγημα πρωτότυπον, Σμύρνη, τυπ. Σμύρνης, 1871,
  • Συνέπεια της αμαρτίας, Νικόλαος Β. Βωτυράς, Μυθιστόρημα πρωτότυπον, Κωνσταντινούπολη, τυπ. Βυζαντίδος, 1873 (α΄ δημ. στο περ. Παλλάς Σύρου 1871-1872, β΄ έκδ. με τον τίτλο Η μάγκα του Ωρολογίου ήτοι Τα αποτελέσματα μιας αμαρτίας. Ιστορικόν διήγημα πρωτότυπον, Αθήνα 1877, γ΄ έκδ. Αθήνα 1884),
  • Έν ζακύνθιον απόκρυφον, Σωκράτης Ζερβός, Μυθιστόρημα, Ζάκυνθος, τυπ. Ο Ζάκυνθος διευθυνόμενον υπό Δ. Α. Φραγγοπούλου, 1875,
  • Τα φάσματα της Αιγύπτου, Μαρία Π. Μηχανίδου, Διηγήματα πρωτότυπα. Σειρά πρώτη: Η καρτερία του Παύλου, Αθήνα, τυπ. Θ. Παπαλεξανδρή, 1875,
  • Απόκρυφα Αθηνών ή Τα μυστηριώδη εγκλήματα κακούργων τινών, Δημ. Κ. Αλβανόπουλος, Αθήνα, τυπ. της Μυθιστορικής Βιβλιοθήκης Δ. Α. Φέξη, 1884,
  • Τα δράματα της Κωνσταντινουπόλεως, Κωνσταντίνος Δ. Γουσσόπουλος, Πρωτότυπον κοινωνικόν μυθιστόρημα, τόμ. Α΄-Δ΄, Κωνσταντινούπολη 1888,
  • Κοινωνικαί εικόνες. Οι κακούργοι, Ιωάννης Σ. Ζερβός, Πρωτότυπος μυθιστορία, Κέρκυρα, τυπ. Νικολάου Πετσάλη, 1889,
  • Η απορφανισθείσα κόρη, Γεώργιος Κ. Κουτσούρης, Πρωτότυπον κοινωνικόν μυθιστόρημα, Κωνσταντινούπολη, τυπ. Νομισματίδου, 1889,
  • Πέραν απόκρυφα, Επαμεινώνδας Κ. Κυριακίδης, Πρωτότυπον κοινωνικόν μυθιστόρημα, τόμ. 1-2, Κωνσταντινούπολη,, τυπ. Ν. Γ. Κεφαλίδου, 1890,
  • Μυστηριώδης αποκάλυψις, Άγγελος Μωρέττης, Μυθιστορία πρωτότυπος, Αθήνα 1890 (ημιτελής δημοσίευση σε συνέχειες στο περ. Σοσιαλιστής),
  • Τα απόκρυφα των Αθηνών και αι περιπέτειαι του Άγγλου περιηγητού Τζωνν Τζάκετ, Αθήνα 1890,
  • Απόκρυφα της Αιγύπτου, Ζ. Ζαννής (Ιωάννης Σ. Ζερβός), Εκδότης Αργύριος Δρακόπουλος, Αθήνα, τυπ. Βλαστού Βαρβαρρήγου, 1894 και
  • Οι Άθλιοι των Αθηνών, Ιωάννης Δ. Κονδυλάκης, Το πρώτον εικονογραφημένον ελληνικόν μυθιστόρημα, εν Αθήναις, τυπ. Π. Ζανουδάκη, 1895.
  1. - Ασσέοι πολλοί!
    - Πώς θα τους παίξεις;
    - Εγώ!
    - Μου κλείνεις το πεντάρι και το εξάρι ε; Σωστός ο παίχτης...

  2. Ο κυρ-Θόδωρας φώναξε δυνατά την παραγγελία του στον ταμπή και ακολούθως, απίθωσε τον παίχτη του στο τραπέζι κι έβγαλε το πακέτο και τα σπίρτα του απ' τη μέσα τσέπη.

Βλέπε και παίκτης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified