Και παρτουζιάρα

Αυτός που επιδιώκει την παρτούζα ως ύπατο ηδονικό ιδεώδες. Δύσκολη υπόθεση, καθώς δεν είναι εύκολο πάντα να βρεις διαθέσιμους παρτουζέρ, οπότε συνήθως επαναλαμβάνονται τα ίδια σχήματα με συνήθη κατάληξη την πλήξη και τον συνακόλουθο εκφυλισμό (εξ ού και έκφυλος/η).

  1. Ο Νίκος είναι μεγάλος παρτουζιάρης. Του ζήτησα να κοιμηθούμε μαζί και μου είπε να 'ρθεις κι εσύ. Ήμαρτον, Παναγία μου!

  2. - Χθες πηδηχτήκαμε με τη Δήμητρα!
    - Μεγάλη δουλειά έκανες. Αυτή είναι μεγάλη παρτουζιάρα, κάπου θα την πετύχαινες έτσι κι αλλιώς.

Οθωμανική παρτούζα (από panos1962, 07/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified