Γυναικωτός άνδρας, ο οποίος καταναλώνει πολύχρωμα κοκτέηλς.

- Μπάρμαν πιάσε ενα skyfall II.
- Άντε ρε γκέτση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο gay, κατά κύριον Βασίλη εκ Πατρέων, aka Φιδέμπορας, γνωστός γκεστ σταρ της Ελληνοφρένειας.

«Είστε όλοι γκέτσηδες στην Αθήνα».

(από Khan, 01/10/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified