Ο όρος έχει δύο αντίθετες έννοιες, και είναι γένους ουδετέρου. Ενώ λοιπόν στα ισπανικά σημαίνει απλά «αγάπη μου» στα ελληνικά το μιαμόρ είναι:

α) το αίσθημα, η γκόμενα μου, το κορίτσι μου, η γυναίκα μου (όταν τα πάμε καλά). Η αλήθεια είναι ότι ο όρος, με αυτή την έννοια, κινείται στα όρια του γουτσισμού.

β) λατίνα ιερόδουλος.

Η έκφραση ξεκίνησε ως ναυτοσλάνγκ και αναφέρεται στα εργαζόμενα κορίτσια που βγάζουν μεροκάματο στα λιμάνια της λατινικής Αμερικής, και οι οποίες αποκαλούν τους πελάτες μιαμόρ (αφότου ο Χόρχε πληρωθεί το μπακάρντι)! Οι έλληνες ναυτικοί, βέβαια, το μετέφεραν στην πατρίδα ως σλανγκ. Έτσι σιγά σιγά πέρασε και στον υπόλοιπο πληθυσμό.

  1. - Θα πάμε για καφέ το απόγευμα;
    - Πάμε αλλά θα είναι και το μιαμόρ.
    - Τι μου το λες; Φοβάσαι μην πίνω απ΄τον καφέ της;

  2. - Πως ξύπνησε η κούκλα μου σήμερα;
    - Καλά αν αναλογιστείς ότι κοιμήθηκα μόνη μου χθες. Είπες ότι θα πας να δεις το ματς, κι εσύ γύρισες στις 5 το πρωϊ. Ωραίο σαββατόβραδο πέρασα...
    - Ναι, μπλέξαμε λιγάκι... Αλλά τώρα θα φέρω στο μιαμόρ μου, πρωϊνό στο κρεββάτι...

  3. - Μαλάκα, στο τελευταίο μπάρκο, έμπλεξα με ένα μιαμόρ, τι να σου πω...
    - Πώς ήταν;
    -Τ ι να σου λέω. Θεά, αλλά και επαγγελματίας. Μου έφαγε ότι είχα βγάλει μέχρι τότε, αλλά χαλάλι της. Τα άξιζε μέχρι τελευταίας δεκάρας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified