Η φακάτη (γκόμενα) = η γαμιστερή (και γαμάτη) η πολύ ωραία και επιθυμητή ([σλουρπ]...)
- Όλες οι φακάτες, στα πρωϊνάδικα μαζεύτηκαν. - Μρρρρρρρ!
από το αγγλικό fuck
Got a better definition? Add it!
Published 2009-11-26 14:02:00+00:00 Last modified 2009-11-26 14:06:30+00:00
I forgot my password!
Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.