Λέξη που χρησιμοποιείται για να δείξει κάτι καταπληκτικό, το οποίο μας ευχαριστεί ή απλώς είναι ψιλογελοίο.
Προέρχεται απο το, κλασικό πλέον, lol και το γνωστό μας awesome.
lol + awesome ----> lolsome
Λέξη που χρησιμοποιείται για να δείξει κάτι καταπληκτικό, το οποίο μας ευχαριστεί ή απλώς είναι ψιλογελοίο.
Προέρχεται απο το, κλασικό πλέον, lol και το γνωστό μας awesome.
lol + awesome ----> lolsome
Βλ. και lol, λολ, lol-οκαύτωμα, Loles - λόλες, rotf-lol, LMFAO κ.λπ., lolen, λολ / λωλ, λολάρω
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified