Εκ.μετάλλευση Πα.τρικής Πε.ριουσίας, hobby στο οποίο επιδίδονται αρσενικά κυρίως άτομα, ηλικίας μεταξύ 17-25, κατά το οποίο ρεμπελιάζουν, κωλοβαράνε ολημερίς, λιώνουν σε MMORPG και άλλα τέτοια ωραία, χωρίς καμία πρόθεση να πιάσουν δουλειά, να πηγαίνουν σε κάποια σχολή ή εάν πηγαίνουν είναι αιώνιοι φοιτητές. Συχνά χρησιμοποιείται σαν αστείο από «wanna be» φοιτητές.

- Μπράβο, Μιχαλάκη. Και σε ποια σχολή πέρασες;
- Ανώτατη Εκ.Πα.Πε. θείο...

βλ. και Σ.ΚΑ.ΠΑ.Π., Σπα.Πα.Πε., Σ.Π.Ε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που χρησιμοποιείται για να δείξει κάτι καταπληκτικό, το οποίο μας ευχαριστεί ή απλώς είναι ψιλογελοίο.

Προέρχεται απο το, κλασικό πλέον, lol και το γνωστό μας awesome.

lol + awesome ----> lolsome

Φίλιππας: -Έλα ρε μάγκα, είδες το βιντεάκι της («γνωστής», ο Θεος να την κάνει) τραγουδίστριας στο youtube;

Μάνος: Καλά ρε μαλάκα, γάμησε, πολύ lolsome...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άξιο τέκνο των Β.Π. συνήθως, trendy στο έπακρο, κάτι αντίστοιχο του ημοκορά, μόνο που οι μουσικές επιλογές είναι πιο βάριουμπλ, δηλαδη RnB, emo punkιες αλλά και κάθε λογής αηδία που είναι της μόδας. Δεν είναι απαραιτήτως fan της emo μουσικής ή κουλτούρας, απλά γουστάρει να επιδεικνύεται.

Γιώργος: - Έλα ρε Μάκη, μαύρα μάτια κάναμε να σε δούμε... πού χάθηκες;

Μάκης: - Ρε, ακούω «Βας» τώρα, πάμε σε κανά Starbucks μετά... Α, και να με λες «Mike» είναι πιο trendy...

Γιώργος (στον Ηλία): - A, καλάα... πάει χάζεψε και αυτός... emoφρίκουλο σκέτο...

(από Khan, 18/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified