Μαλοῦπα λέγεται τὸ συσσωμάτωμα ἰνῶν, τὸ τριχοπίλημα, ἰδίως ἂν ἔχῃ κάποιο μέγεθος, ποὺ νὰ διακαιολογῇ τὴν χορταστικὴ «κατάληξι» -οῦπα. Βλ. καὶ σχόλιο στὸ λῆμμα μπάμπαλο.

Ἐπίσης, μαλοῦπα λέγoνται τὰ φύκη, ποὺ μαζεύονται στὰ ὕφαλα τῶν πλοίων καὶ προκαλοῦν ἐλάττωσι τῆς ταχύτητος. Αὐτὴ ἡ μαλοῦπα λέγεται καὶ στρειδῶνα, διότι τὰ φύκη συνυπάρχουν μὲ διάφορα μικρὰ ὄστρεα (καμμιά φορὰ μύδια, ὄχι στρείδια πάντως).

Ἐνίοτε, παραστατικὴ ὑποκατάστατη λέξι γιὰ τὸ τριχωτὸν τοῦ ἐφηβαίου, ὑφ' ὡρισμένας εὐνοήτους προϋποθέσεις.

Ἡ ἐτυμολόγησις εἶναι ἀπὸ τὸν συμφυρμὸ τῶν λέξεων μαλλὶ καὶ τουλοῦπα. Τουλοῦπα < τολύπη, ποσότης ἀκατεργάστου μαλλιοῦ ἐπάνω σὲ ρόκα. Προφανῶς ἡ τουλοῦπα δὲν ἔχει σχέσι μὲ τὸ χασικλίδικο γλυκάκι, τὴν τουλοῦμπα. Δεδομένης τῆς ἐτυμολογήσεως αὐτῆς, ἡ μαλοῦπα πρέπει νὰ γράφεται μὲ διπλὸ λ, ἔχει ὅμως ἐπικρατήσει μὲ ἕνα.

  1. - Μαλοῦπα πιάσατε, ἀνοικοκύρευτες, κάτ' ἀπ' τὰ κρεββάτια! Κάντε καὶ κανὰ σκούπισμα...

  2. - Γιακουμή, τὸ καΐκι ἔπιασε μαλοῦπα (στρειδῶνα), κι ἔχουμε ταξείδι. Νὰ τὸ βάλουμε στὸ ποτάμι, κανέ.

  3. - Καὶ βγάζει τὸ βρακί της, μεγάλε, ἡ Μάρω, καὶ βλέπω μιὰ μαλοῦπα, παλτὸ ὁλάκερο, δικέ μου.

Μαλοῦπα (από aias.ath, 14/12/09)Μαλοῦπα imitation (από aias.ath, 14/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified