Πρόκειται για συνώνυμο των λέξεων χύσι, φλόκι, ψωλόχυμα, το γνωστό δηλαδή λευκό παράγωγο του ανδρικού γενετήσιου μορίου.

- Τι έγινε τελικά με την γκόμενα, το κάνατε;
- Ναι ρε φίλε, είχα και καιρό να γαμήσω και όταν έχυσα της άδειασα μισό κιλό ψωλέλαιο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified