Selected tags

Further tags

Έκφραση του ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου. Πρόκειται για το πυκνό ψωλόχυμα που δίκην συμπυκνωμένου ψωλογάλακτος ομοιάζει με καϊμάκι. Είναι μια από τις πολλές ψωλόκρεμες που πραγματεύεται ο ποιητής στο slangum opus του [I]Μέγας Ανατολικός[/I].

Παρ' ὅλον ὅτι μὲ μίαν λέξιν, ἤθελε νὰ πιπιλίσηι, νὰ βυζάξηι, καὶ νὰ φάγηι, ὄχι μόνον τὸ μέρος αὐτό, ἀλλὰ ολοκλήρους τὰς δόσεις τοῦ πολυτίμου ὅσο καὶ ἡδονικοῦ σπερματικοῦ [B]καϊμακίου[/B], ὥστε νὰ ἀπολαύσηι ὄχι μόνον τὸ «τρομπάρισμα», τὴν πρᾶξιν τῆς αντλήσεως καὶ τὸ συνταρακτικὸν θέαμα ἑκάστης εκσπερματίσεως, ἀλλὰ καὶ τὴν ἰδιάζουσαν ὀσμὴν καὶ τὴν πυκνοτάτην γεῦσιν τοῦ προσφερομένου εκάστοτε ψωλοχύματος. [...]) Μέγας Ανατολικός, Τόμος 1, σ. 268-269.

Got a better definition? Add it!

Published

Το ανελέητο χύσιμο χωρίς σταματημό, τόσο πολύ που ο υποδεχόμενος δε μπορεί να το αντέξει. Είναι παρόμοιο με το χυσίδι αλλά σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό που προκαλεί έντονη δυσφορία στον αποδέκτη, σε βαθμό απελπισίας.

Μεταφορικά χρησιμοποιείται για μια πολύ δύσκολη και αβάσταχτη κατάσταση.

Μπήκε μέσα καβλωμένος και τους έχυσε όλους μέχρι που έκλαιγαν. Έγινε τρελό χυσομαρτύριο.

-Τι έλεγε η εξέταση χθες, πώς τα πήγες;

-Άσε φίλε, τον ίπιαμε, τρελό χυσομαρτύριο.

Got a better definition? Add it!

Published

Το χρώμα άσπρο χρησιμοποιείται (όχι και τόσο συχνά) ως συνεκδοχή για το σπέρμα. Η σύνδεση δεν είναι ευθεία (οπότε κάποιος που κάθε φορά που ακούει τη λέξη "άσπρος" σκέφτεται χυσίματα κτλ είναι μάλλον πορνόμυαλος) αλλά είναι υπαρκτή.

Βλέπε πχ τα λήμματα ασπρίζω τοίχους, το άντε γαμήσου ν' ασπρίσεις, θα τα βλέπεις άσπρα, "- τι είναι άσπρο και κρατάει μαστίγιο; - η μαλακία που σε δέρνει", και ό,τι κατεβάσει ο νους του καθενός.

Σχετικό λήμμα το μπλε όπου χρώμα γίνεται μετωνυμία για μια αφηρημένη έννοια, μέσω άλλου μηχανισμού βέβαια. Η πράσινη δεν είναι ακριβώς ίδια περίπτωση, γιατί εκεί έχουμε ουσιαστικοποίηση από την πράσινη νότα, αλλά δεν είναι και μακρυά.

(σε διασταύρωση)
- Κόκκινο είναι το φανάρι μωρή μαλακομούνω, όλα άσπρα τα βλέπεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σουμπλιμέ εκ του γαλλικού sublimé (μτχ. του ρήματος sublimer =εξατμίζω εκ του λατινικού sublimo =σηκώνω, αίρω, μετεωρίζω, αιθεροποιώ) είναι στη χημεία "ο διχλωριούχος υδράργυρος που παρασκευάζεται με κατεργασία του οξίδιου του υδράργυρου με υδροχλωρικό οξύ. Είναι πολύ δηλητηριώδης λευκή ουσία και χρησιμοποιείται ως απολυμαντικό" (δες).

Αλλά όχι! τώρα πια πιστεύω, πως δε βγαίνει τίποτα. Το δοκίμασα κι αυτό και ησύχασα· τώρα ξέρω στα σίγουρα, πως η αυτοκτονία είναι η μοναδική λύση, γιατί ούτε καταφέρνω ύστερα από τόσες μέρες να ηρεμήσω, ούτε να κοιμηθώ, ούτε καν να περισπάσω την προσοχή μου. Λοιπόν δεν πρέπει και να περιμένω. Καθώς είμαι ιδιοσυγκρασίας νευρασθενικής, δεν αποκλείεται και να τρελαθώ, μόνο ποιος τρόπος να ’ναι άραγε ο καλύτερος. Λένε η μορφίνη... Το βερονάλ... επειδή φέρνουν ύπνο. Παίρνεις μερικές συνηθισμένες αμπούλες μορφίνης, τις σπάζεις μέσα σ’ ένα ποτήρι, και τις πίνεις. Αυτά τα δυο είναι ιδεώδη· γιατί το σουμπλιμέ ή η στρυχνίνη είναι φρικώδη φάρμακα. Ούτε λόγος να γίνεται γι’ αυτά. Θυμάμαι τη Μερόπη, το καημένο το κορίτσι! αυτή αυτοκτόνησε πολύ νωρίς δεκαοχτώ χρονώ, και τι ωραίο, καθώς το θυμάμαι, το μουτράκι της! Όταν μου ’παν πως δε μπορεί κι έτρεξα... τι φριχτές αναμνήσεις διατηρώ! τι πόνους τράβαγε! συσπαζότανε, στριφογύριζε πάνω στο κρεβάτι και φώναζε: «Σώστε με!», «Σώστε με!» «Σώσε με γιατρέ!» μα ήτανε αργά, είχε πάρει μεγάλη δόση σουμπλιμέ, κι είχε μελανιάσει κι είχε παραμορφωθεί το ψημιδευτό της προσωπάκι. Μια Μερόπη αγνώριστη! Βιάστηκε ν’ αυτοκτονήσει... πολύ βιάστηκε! (Έλλη Αλεξίου, "Κενές Ώρες", στου κυρ-Σαράντ)

Ο Ηλίας Πετρόπουλος το περιέχει στα Καλιαρντά (1971) με την παρατήρηση ότι χρησιμοποιείτο επί τρεις αιώνες και ως τις αρχές του 20ου αιώνα ως αντισυφιλιδικό. Δίνει όμως και ως μια γενική μεταφορική σημασία αυτή της σούπας. Φαίνεται ότι στα καλιαρντά χρησιμοποιείται για να σημάνει διάφορα υγρά και φαρμάκια. Βρίσκω μια χαρακτηριστική καλιαρντοχρήση στο Μπου, όπου αναφέρεται σε αυτοχαρακτηριζόμενο ως φαρμακοψώλη.

Εσείς να δείτε πως θα σας αρέσει, όταν θα σας βουέλω ντουπ την φακιροπίπιζά μου στην πούλη και θα σας σουμπλιμεδάρω με μπουλκουμέ την μόστρα. (Καλιαρντοαπειλές στο Μπου).

Βλ. και το λήμμα κατουράω υδράργυρο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

χυσοβολή, χυσοβόλι

Η κατά βούληση εκτόξευση σπερματορουκετώνε.

- ρε τραβατε και οι δυο σας μην σας ριξω καμια χυσοβολη που λετε οτι πληρωσατε εμενα.. :zfuck: τους πολιτικους πληρωνετε στρακι... (δώθε)

- Για να μην βγω έξω και γαμήσω το σάψαλο εριξα την έτοιμη απο νωρίς χυσοβολή μου και πήγα για άλλα. καλή διάθεση γενικότερα το καυλακι με τα ωραία ματια... (κείθε)

- ΑΥΤΗ Η ΠΟΥΤΑΝΙΤΣΑ ΜΟΝΟ ΓΙΑ ΧΥΣΟΒΟΛΙΑ ΕΙΝΑΙ ΚΟΠΡΟΓΕΝΝΗΜΑ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ ΤΗΣ ΑΚΟΥ ΕΚΕΙ ΝΑ ΠΑΡΕΙ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΔΟΣ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΚΕΜΑΛ ΑΤΤΑΤΟΥΤΚ... (φωνακλάδικο χυσαυγό, παραδίπλα)

Ιαπωνιστί: το μπουκάκι.
Προς το λυρικότερο: το χυσοβρόχι.

Εκ των χύσια και βάλλω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τελευταίο παιδί, το στερνοπαίδι, ή, κατά την έκφραση του Νίκου Καζαντζάκη, το στερνοβύζι. Προφ από το από και το σπόρος- σπέρμα. Πρόκειται για μια παλιά λέξη που τη βρίσκουμε σε σπουδαίους πεζογράφους μας όπως ο Νίκος Καζαντζάκης και ο Στρατής Τσίρκας.

  1. Είχε κάμει έντεκα γιους και τέσσερις θυγατέρες, όλοι θεριά. Μονάχα ο στερνός, το αποσπόρι, δε φελούσε, ήταν πολλά φτενός… -Τι να τον κάνουμε; Βουλεύονταν με τη γυναίκα του. Βοσκός δεν κάνει, δεν έχει ανάκαρα να κλέψει. Ζευγάς δεν κάνει, νεφρά δεν έχει ν’ αλετρίσει. Καραβοκύρης δεν κάνει, τον πιάνει η θάλασσα…
    -Κάνει για παπάς, πρότεινε η γριά που αγαπούσε ξέχωρα το στερνοβύζι της.
    -Παπάς για δάσκαλος, παπά έχουμε, δάσκαλο δεν έχουμε στο χωριό, ας τον κάμουμε δάσκαλο…» (Νίκος Καζαντζάκης, Ο Καπετάν Μιχάλης, Αθήνα: εκδ. Δίφρος, 1955).
  2. Ύστερα από χρόνια γεννήθηκε ο Νίκος, τ' αποσπόρι. (Στρατής Τσίρκας, Αριάγνη, Αθήνα: εκδ. Κέδρος, 1962, σ. 55).

Η παλαιά αυτή λέξη έχει ενταχθεί σε κάποια λεξικά, βλ. λ.χ. εδώ, αν και όχι σε όλα, δεν τη βρίσκω λ.χ. στον Μπάμπη. Την αναρτώ εδώ αφενός γιατί είναι μια από τις σημαντικές λέξεις της σάγκας του σπέρματος, και αφεδύο γιατί έχει κάποιες σημασιολογικές αποχρώσεις βρισιάς που δεν τις βρήκα σε λεξικά και έχουν ενδιαφέρον. Κατ' αρχήν, το αποσπόρι μπορεί να είναι γεροντόσπερμα. Μιλάμε, γενικά, κατά μία μάλλον λαϊκή φαντασία, για ένα ξεθυμασμένο σπέρμα, αδύναμο, και μπορεί να θεωρηθεί ότι το παιδί που γεννιέται από αυτό βγαίνει γιωτόμπαλο, με ειδικές δεξιότητες, κοινώς μόγκολο. Η σημασία του αποσποριού ως γιωτά υπάρχει λ.χ. στο παράδειγμα του Καζαντζάκη, που παρέθεσα. Μάλλον για παρόμοιους λόγους το αποσπόρι μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως βρισιά. Λ.χ. βρίσκω το παράδειγμα:

Και το σκουλήκι ανώτερό σου είναι υπάνθρωπο αποσπόρι. (Εδώ).

Μια ιδιαίτερη σημασία έχουν παραδείγματα που θίγουν ότι κάποιος είναι ο νεώτερος εκπρόσωπος ενός μεγάλου ελληνικού πολιτικού τζακιού, οπότε θίγεται αφενός ότι την αξία του την οφείλει στο τζάκι, και αφεδύο ότι είναι τρόπον τινά ο χειρότερος, ο πιο ελλειμματικός του τζακιού, ότι είναι τρόπον τινά ο ξεθυμασμένος της οικογένειας. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις ο Γεώργιος Ανδρέα Παπανδρέου, ο "ολίγιστος των Παπανδρέου", κατά τον Χρήστο Γιανναρά, αλλά και ο νεωστί εκλάμψας Κώστας Μπακογιάννης. Ανάλογα ισχύουν βεβαίως και με τα άλλα τζάκια.

Τώρα, το κατά πόσο μπορεί να θεωρηθεί άφθαρτο το πολιτικό αποσπόρι μιας διεφθαρμένης μέχρι το κόκκαλο δυναστείας, έτερον εκάτερον. (Εδώ).

Μερικά κλικ πιο μεταφορικώς, χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει ένα οποιοδήποτε τελευταίο έκγονο μιας κατάστασης, όπου τα στοιχεία της αρχικής κατάστασης είναι πλέον πιο ξεθυμασμένα, πιο ελλειμματικά, πιο ντεκαφεϊνέ, πιο φλώρικα, πιο ξεφτιλισμένα, πιο η τραγωδία επαναλαμβάνεται ως φάρσα κιέτσ'. Ιδιαιτέρως λέγεται για ξεφτιλισμένα έκγονα παλαιών βαρβάτων ιδεολογιών. Λ.χ. ένας σύγχρονος ναζιάρης μπορεί να αποκληθεί αποσπόρι του Χίτλερ, ή, αν μου επιτραπεί ένα πέταλο, ένας μεταμοντερνιάρης (μετα-)μαρξιστής διανοούμενος της γενιάς Μαρξ & Κόκα Κόλα μπορεί να αποκληθεί αποσπόρι του μαρξισμού κ.ο.κ.

  1. Κουτσοφλέβαρος: αστοχιάρης κι αποσπόρι του χειμώνα.. (Εδώ).
  2. Στην τεράστια απόσταση που χωρίζει τον παπά και τον επαναστάτη ο εθελοντής είναι αποσπόρι του πρώτου. (Εδώ).
  3. Κάθαρμα εξαφανίσου, αποσπόρι του Γκέμπελς. (Από διαδικτυακό βρις-οφ).
  4. Και όταν μιλάμε για κόμματα εννοούμε τα κόμματα με αρχές και προγράμματα και όχι κομματικά αποσπόρια μιας καταστροφικής λαίλαπας. (Εδώ).
  5. Ο κοσμοπολιτισμός είναι το αποσταμένο αποσπόρι του κάθε πολιτισμού. (Εδώ).

Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για μια παλαιακή λέξη- ψαγμενιά, ό,τι πρέπει για λοουμπαπάδες.

"Ψάχνω σαν μαλάκας ψάχνω, της ελπίδας μου να βρω το αποσπόρι"

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά σημαίνει αυνανίζομαι και εκσπερματίζω συνεπεία μοναχικού αυνανισμού, εκ του ιταλικού solo (= μόνος) και του φλόκια.

Βαβέλιασα βαθιά λατινικά και ετρούσκα για να γροικάει η τζασλή να κάμει σολοφλόκιασμα. (Μπουντουσουμού).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγιωτατισμός του ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου, ούτινος η μνήμη εορτάζεται σήμερον 3 Αυγούστου, οπότε και απεδήμησεν εις τον Μεγαλοψώλωνα Δημιουργόν του, για να δηλώσει την γεμάτην ερωτικού γλεύκους, ήτοι σπέρματος, οπήν άρτι δεχθείσαν την εκσπερμάτισιν του ψώλωνος γαμέτου.

Ἀλλ' ἐὰν διὰ τὸν Τζὲφ εἶχε τελειώσει ἡ γαμικὴ πρᾶξις, διὰ τὴν κύπτουσαν πάντοτε ἐπί τῶν τυλιγμένων σχοινίων μυστηριώδη ἐπιβάτιδα ἡ συνουσία ἐπρόκειτο νὰ ἔχηι συνέχειαν, μὲ τὸν τρίτον κατὰ σειρὰν ἐπιβήτορα, τὸν νέγρον Τζάκ. Διότι, μόλις ἀπέσυρε μὲ βαθύτατον ἀναστεναγμὸν ἱκανοποιήσεως τὸν κάθυγρον πελώριον ποῦτσον του από το σπερματοβριθές μουνί της, ὁ Τζακ, χωρὶς νὰ ἀφήσηι οὔτε δέκα δευτερόλεπτα τὴν ἄγνωστον γαμομανῆ νὰ ἀναπαυθῆι, ἔσπευσε ὀπίσω ἀπὸ τοὺς γλουτούς της καὶ ἐνῶ ἐσφάδαζε χύνουσα ἀκόμη τὸν μουνοχυμόν της ἡ κυρία, κατέλαβε τὴν θέσιν τοῦ Τζὲφ καὶ ἤιρχισε πάραυτα νὰ τὴν γαμᾶι καὶ αὐτὸς μετὰ μανίας. (Μέγας Ανατολικός, Τόμος 7, σ. 124).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα (ή κόρη) που κάνει (ή θεωρείται ότι κάνει) σεξ με πάρα πολλούς άντρες, οπότε εντέλει θεωρείται σεξιστικώς ότι χρησιμεύει απλώς ως σκεύος ηδονής και δεν έχει κάποια άλλη σημαντική ανθρώπινη πχοιότητα. Προφάνουσλυ χρησιμεύει και ως γενική βρισιά. Στα αγγλικάνικα λέγεται cum bucket, sperm bucket ή spunk bucket και είναι πιο διαδεδομένο σαν έκφραση. Στα ελληνικά δίνει ελάχιστα χτυπήματα στον γούγλη, ίσως λοιπόν να μας έρχεται από τα αγγλικάνικα πιθανόν με την επίδραση της πορνογραφίας, όπου η αγγλική έκφραση είναι πολύ συχνή. Κάτι τέτοιο βέβαια δεν είναι αναγκαίο, καθώς η λέξη κουβάς είναι εξαιρετικά σλανγκενεργή, όπως δείχνουν τα πολλά λήμματά μας που την περιέχουν.

  1. Η μάνα σου είναι ΚΑΡΙΟΛΑ, ΝΥΜΦΟΜΑΝΗΣ, ΠΕΟΛΙΓΟΥΡΑ, ΑΡΧΙΔΟΠΟΥΤΣΟΠΝΙΧΤΡΑ, ΣΠΕΡΜΑΤΟΚΟΥΒΑΣ και ΒΡΩΜΙΑΡΑ. (Από βρις-οφ κάπου στο Διαδίκτυο).
  2. Εχω δει παππου πανω απο 70 ετων στανταρ με τσαντα απο τη λαικη να διαλεγει ενα πετίτ teeny ξέκωλο στη Φυλής πριν κανα 2μηνο, τα συμπερασματα το ΠΩΣ (οκ με βιαγκρα ας πουμε) πήδηξε αυτο το λουλουδι που αποφασισε να γινει ΄΄δημοσια τουαλετα΄΄ ή σπερματοκουβας. (Από μπουρδελοσάη).
  3. ΚΟΥΚΛΑ!!!!!!!!!! Η Μις Νότια Γαλλία έχει δύο ελαττώματα: Τεράστιο στήθος και πολύ κοντή. Σχόλια: -Μούναρος!/ -Γυναίκα χωρίς βύζους, εκκλησία δίχως Tζίζους/ -Σπερματοκουβας απο τους λιγους, μεγαλη καβλάντα/ -Γυναικα χωρις tits baywatch διχως Mits. (Διάλογοι στο Φέισμπουκ).
  4. Γκουίνεθ Μοντενέγκρο: Έχω κοιμηθεί με πάνω από 10.000 άντρες. Σχόλιο: Με λίγα λόγια σπερματοκουβάς. (Από Φέισμπουκ).

Η Γκουίνεθ. Σπαλιάρα φάε τη σκόνη μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άντρας ή γυναίκα που έχει (ή θεωρείται ότι έχει) σεξουαλικές σχέσεις ως "παθητικός" ερώμενος-η με πάρα πολλούς εραστές, οπότε θεωρείται ότι χρησιμεύει απλώς ως σκεύος ηδονής και ως τόπος εγκατάθεσης σπέρματος, χωρίς να έχει κάποια άλλη ενδιαφέρουσα ανθρώπινη ποιότητα. Χρησιμοποιείται και ως γενική σεξιστική βρισιά. Συνώνυμα: χυσοκανάτα, σπερματοκανάτα, χυσαποθήκη. Αγγλιστί: cum bucket, sperm bucket.

Καλά με τη Τζένη βρήκε να κάνει σχέση; Αυτή είναι ο χυσοκουβάς όλης της Φιλοσοφικής!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified