Ο ιεροκάπηλος. Αυτός που εκμεταλλεύεται τη χριστιανική θρησκεία και τους πιστούς της για ίδιο οικονομικό όφελος.

Όρος βαθιά απαξιωτικός και άκρως φορτισμένος. Χρησιμοποιείται από οξείς πολέμιους της θρησκείας αλλά και σε ενδοεκκλησιαστικές διαμάχες. Αναφέρεται κυρίως στο παπαδαριό και σπανιότερα σε λαϊκούς. Η χρήση της κατάληξης -ας, -έμπορας και όχι έμπορος, εννοεί να υπογραμμίσει την χυδαιότητα της πρακτικής.

Η έκφραση είχε πάρει τα πάνω της ως χαρακτηρισμός του Χριστόδουλου - βοήθησε και η παρήχηση, ο χριστέμπορας Χριστόδουλος.

  1. Ακόμα κι αν διαφωνείς με αυτή την πλύση εγκεφάλου του μαθήματος των θρησκευτικών, θα πρέπει να δηλώσεις εξαίρεση του παιδιού σου από το μάθημα, με όλες τις συνέπειες κοινωνικού στιγματισμού του. Πολύ βαρύ και θέλει κουράγιο για να το κάνεις. Οπότε συνήθως κάνεις το κοροΐδο, προς δόξα του Χριστόδουλου και κάθε άλλου κοιλιόδουλου χριστέμπορα. (από εδώ.)

  2. Πρώην χωροφύλακας, γνωστό φερέφωνο των γερμανοτσολιάδων στην κατοχή, χαϊδεμένο παιδί της χούντας και εξέχων μέλος της Χρυσοπηγής είναι τα στοιχεία που έχει να παρουσιάσει το βιογραφικό του, πριν καταλήξει δεσπότης. Σήμερα το μόνο που έχει να επιδείξει στο καινούργιο πόστο του είναι οι καταπληκτικές του επιδώσεις σαν Χριστέμπορας. Είναι πολύ χαρακτηριστικό περασμένο δημοσίευμα του «Ελεύθερου Τύπου» που ανάμεσα στα άλλα «κατορθώματά» του μας περιέγραφε πως μετέτρεψε μια εκκλησιά σε σύγχρονο σούπερ μάρκετ με « υπόγειο πάρκινγκ για πούλμαν, δύο ασανσέρ-καμπαναριά, κυλιόμενες σκάλες, καταστήματα». (σχόλιο για γνωστό εν ενεργεία ιεράρχη, από εδώ.)

  3. Επειδή ο ιδιοκτήτης του σπιτιού που τον φιλοξενούσε ήταν γνωστός μου, για να μη τον φέρω σε δύσκολη θέση, έφυγα αμέσως, αφού του υπενθύμισα για μια ακόμη φορά ότι είναι ένας κοινός χριστέμπορας προδότης της Ορθοδοξίας! (Από φόρουμ για το Άγιο Όρος εδώ, αναφέρεται σε αμφιλεγόμενο αρχιμανδρίτη που έχει απασχολήσει τα ΜΜΕ).

(από electron, 30/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified