Ξυπνάω κάποιον που κοιμάται μπροστά στην τηλεόραση, στον καναπέ, στην πολυθρόνα, για να του πω ότι είναι ώρα να πάει για ύπνο.
- Τον είχε πάρει ο ύπνος μπροστά στην τηλεόραση. Τον ξυπνοκοίμησα κι εγώ γιατί είχε αρχίσει να ροχαλίζει κιόλας...
Ξυπνάω κάποιον που κοιμάται μπροστά στην τηλεόραση, στον καναπέ, στην πολυθρόνα, για να του πω ότι είναι ώρα να πάει για ύπνο.
- Τον είχε πάρει ο ύπνος μπροστά στην τηλεόραση. Τον ξυπνοκοίμησα κι εγώ γιατί είχε αρχίσει να ροχαλίζει κιόλας...
Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά
Got a better definition? Add it!