Ασχολούμαι, έρχομαι σε επαφή, έχω κάποια εξοικείωση, νταραβερίζομαι, καταπιάνομαι με κάτι/κάποιον. Αυτή η λέξη ακούγεται στην πιάτσα και χρησιμοποιείται συνήθως σε τρίτο πρόσωπο.
Τις περισσότερες φορές (αλλά όχι πάντα), η έκφραση έχει μια αρνητική χροιά. Δηλαδή δεν θα ακούσεις ποτέ την έκφραση «μπακιαρίζομαι τώρα τελευταία με καθηγητές Πανεπιστημίου». Το αντικείμενο του μπακιαρίσματος είναι συνήθως ύποπτο, αν όχι παράνομο... Για αυτό ίσως και το πιο «σωστό» συνώνυμο, είναι το νταραβερίζομαι (με την έννοια του δούναι και λαβείν).
Disclaimer: Η λέξη μάλλον προέρχεται από το τούρκικο bakir, που σημαίνει χαλκός. Και επειδή ο χαλκός δουλεύεται με τέχνη και μαστοριλίκι, κάποιος πρέπει να έχει εξοικείωση, λέμε τώρα...
- Ρεεεε, λαμόγιο ο τύπος, σου λέω.
- Μα είσαι σίγουρος;
- Άκου που σου λέω. Μπακιάρομαι τόσα χρόνια με λαμόγια, που τους πιάνω με τη μυρωδιά. - Θα δείξει....- Ρε μάστορα, μπορείς να μου φτιάξεις αυτό το διαολόπραμα;
- Για να το δω να σου πω..... Μμμμμ, που το βρήκες αυτό, ρε παλουκάρι;
- Άσε που το βρήκα, μπορείς να το κάνεις να δουλεύει;
- Αυτό είναι ρώσικο... Δεν μπορώ, αλλά θα σε στείλω στον Κυρ-Μήτσο, δυο τετράγωνα παρακάτω που μπακιαρίζεται τέτοια μαραφέτια. Αν δεν μπορεί αυτός, τότε πέτα το, και πάρε κανα κινέζικο. Μπορεί να μην κρατήσει δύο παγκόσμιους πολέμους, αλλά την δουλειά του την κάνει.