Φράση-λέξη (άκλιτη) που χρησιμοποιούν άτομα σε προχωρημένο στάδιο σήψης, οπότε και δεν αρθρώνουν καλά.

ζγκατάψυξ = στην κατάψυξη.

- Γιάννη, πού 'ναι ρε οι μπύρες;
- Ζγκατάψυξ...

(από Khan, 02/01/10)

Πρβλ και να βοηθή'εις, -άειζ, -ήειζ, -ίειζ, -ώειζ, αύξη

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified