Κατά το άμπαλος, το είδος κιθαρίστα που έμαθε κιθάρα ένα καλοκαίρι της εφηβείας του για να ρίξει καμιά γκόμενα στην παραλία.

Το είδος αυτό ευδοκιμεί στις τάξεις του ελληνικού ροκ και όχι μόνο. Αναγνωρίζεται εύκολα στις περιπτώσεις όπου τυγχάνει να είναι και η φωνή το ίδιο άτομο, και η ηλεκτρακουστική κιθάρα που κρέμεται στους ώμους του είναι unplugged και χρησιμοποιείται για διακόσμηση.

Άπενοι λέγονται και οι κατεξοχήν φλωροκιθαρίστες, που περιορίζονται μόνο στα ακόρντα.

Ρε μαλάκα, είδα τις προάλλες στον μαλάκα με το καπέλο...
— ...ποιον;
— Τον Κάνακη εννοώ, ... είδα λοιπόν ένα γκρουπάκι που δήλωνε μέταλ και είχε μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα διασκευή του requiem for a dream. Ήμαρτοοοοοοο ρε συ! Ο κουλός ο πληκτράς έπαιζε την μελωδία σε κάτι strings από την Εμμανουέλα στην Αφρική, και 3 μαλάκες άπενοι κιθαρίστες χτυπάγανε ταυτόχρονα όλοι τα ακόρντα, πέμπτες πάντα... — Ρε για δες κάτι μαλάκες που το παίζουνε και μεγάλοι μουσικοί!

άπενοι επί το έργο (από Abas, 10/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified