Λεξικογραφικώς, αποτελεί συνώνυμο του εαυτού, με εμφανέστατη ετυμολογική σύνδεση με την λατινική ρίζα part-, δηλ. μέρος, εκ μέρους μου κλπ.
Σλανγκικώς όμως, η πάρτη, αποτελεί μια εξόχως συμπεπυκνωμένη έννοια, το ανάπτυγμα της οποίας έχει ως εξής:
- Ας είμαι εγώ καλά και ας πάνε να γαμηθούν όλοι οι άλλοι.
Η πάρτη, αν και νεοελληνικός όρος, δεν είναι μόνο νεοελληνικό φαινόμενο, αποτελεί διόγκωση του ενστίκτου της αυτοσυντήρησης σε συνθήκες όπου δεν τίθεται θέμα επιβίωσης. Σε μια πιο σύγχρονη θεώρηση, ο κάθε άνθρωπος μπορεί να αισθανθεί συναισθήματα αλληλεγγύης μόνο για ένα πεπερασμένο αριθμό ατόμων στη ζωή του, που μάλιστα αποτελούν μικρό κλάσμα του αριθμού των ατόμων που γνώρισε συνολικά, τα άτομα αυτά αποτελούν την αμερικλανιστί πιθηκόσφαιρα. Σήμερα ίσως η δύναμη της εικόνας (δηλ. το 85% των αισθήσεών μας) μπορεί να έχει αυξήσει κάπως τον όγκο της, αλλά σίγουρα δεν την έχει κάνει μεγαλύτερη από την υδρόγειο.
Ο παρτισμός όμως, όπως και ο εξάδελφός του σταρχιδισμός, αποτελούν εξελικτικά ψεγάδια του ανθρωπίνου όντος. Διότι, όπως λέει και το σοφό ανέκδοτο με την κλώντια σιφερ και τον γιωρίκα στο νησί των ναυαγών, τι να σε γαμήσω αν δεν έχω σε ποιον να το πω; Ο πρώτος δεν είναι έρωτος αν δεν υπάρχει δεύτερος, ο από πάνω είναι γιατί υπάρχει κάποιος από κάτω, αν δεν σε ενδιαφέρει τίποτα αυτοκτόνησε αύριο, μην περιμένεις να πεθάνεις μετά από 80 χρόνια, quelle talaiporie!! Στον ελληνιστικό κόσμο, τα φαινόμενα αυτά τιθασεύτηκαν με του μικρούς πληθυσμιακά πυρήνες άμεσης δημοκρατίας (Αθήνα), αναρχίας (Λακεδαίμων), αλλά και τις διοικητικές κατατμήσεις του Αλεξάνδρου με χρήση τοπικών αρχόντων. Με άλλα λόγια, όταν το κοινωνικό σύνολο παρέμενε στα επίπεδα της πιθηκόσφαιρας, υπήρχε συλλογική συνείδηση ακόμα και αν δεν υπήρχε ταύτιση.
Αντιθέτως, στις παλαιότερες (παξ πουτάνα, βυζάντιο), αλλά και στις νεόκοπες απόπειρες παγκοσμιοποίησης, η πάρτη και το να πατάς επί πτωμάτων καταδικάστηκε θεατρινίστικα σε γελοίο βαθμό, για να ανοίξει τον δρόμο στους ματαιόδοξους wallstreetmάδες, αλλά και τους εντός της πιθηκόσφαιρας μας γιωργάκηδες, κωστάκηδες, πετράκηδες να αποφύγουν τον καιάδα.
Εν κατακλείδι, ο παρτισμός, ως φαινόμενο, αρχίζει από την εμφάνιση της ασθένειας του ανθρώπου να δαγκάνει ως κύων και όχι ως κυνικός (κατά Διογένη). Από τότε δηλαδή που εθεωρήθη μαγκιά η μη εξωτερίκευση των συναισθημάτων (κατά σύμπτωση εξαιρετικά απλών και πρωτόγονων) έγινε ιδανικό το κυνήγι ματαιόδοξων αγαθών (όσα δεν πιάνει η αλεπού...). Εξυπακούεται ότι η ασθένεια πήρε διαστάσεις επιδημίας.
(βάρμαν προς την γκόμενα που χαλβαδιάζει)
- Ετοιμάζω τα ξύδια μοναχά για πάρτη σου!- Τι έκανα για πάρτη μου (...και πολλά άλλα)