Η αγαμία είναι όρος που περιγράφει την κατάσταση στην οποία έχει περιπέσει κάποιος, του οποίου τα γεννητικά όργανα, λόγω μή σεξουαλικής χρήσης, έχουν περισσότερη σκόνη από τα παρατημένα και ακατοίκητα ερείπια.

Σχετικό: αγαμοσύνη αλλά δίχως την τάση ιεροποίησης της καταστάσεως.

- Ρε Κώστα πως πάει; Όλα καλά;
- Καλά ας τα λέμε.
- Γαμείς καθόλου ρε;
- Δράμα. Μετά τη Μαρία δε μου έχει κάτσει γκόμενα.
- Τι λές ρε; 2 χρόνια; Τέτοια αγαμία ούτε ιερομόναχος.

(από notheitis, 06/06/10)(από Τσακ εις την μέσην, 25/10/10)

Ακόμη: αγαμησιά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified