1. Γνωρίζομαι με υποψήφια σχέση.

  2. Τα φτιάχνω με την εν λόγω υποψήφια σχέση.

Ο όρος προέρχεται από το κονέ.

Παράγωγα: κονέδιασμα, κονεδιάρης /-α, κονεδάκι, κονεδογκόμενα.

  1. Κονεδιάστηκα με ένα γκομενάκι εχτές, σκέτη καβλα!

  2. - Τι θα γίνει επιτέλου(ς) ρε Γιωργία; Θα με κονεδιάσεις με καμιά φίλη σου;
    - Δεν τις έχω για τα μούτρα σου ρε, σκατόφατσα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified