μλκ, mlk

Σύντμηση του μαλάκας, στον –online κυρίως– γραπτό λόγο. Χρησιμοποιείται περισσότερο ως φιλική προσφώνηση και με λατινικούς χαρακτήρες (greeklish) (mlk).

ασε ρε μλκ που της το ειπες αυτο lol!!!11

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified