Γύψους έλεγαν τη δεκαετία του '80 οι φοιτητές τα πανεπιστημιακά συγγράμματα που τους διανέμονταν.
Το χαρακτηρισμό εμπνεύστηκαν τα τότε φοιτητόνια από την εμφάνιση των βιβλίων: δωρική, λιτή, απέριττη. Δεν υπήρχαν τότε πολύχρωμα φιγουρατζίδικα εξώφυλλα όπως αργότερα. Δεν υπήρχαν φωτογραφίες ούτε για δείγμα. Δεν υπήρχαν σκληρά εξώφυλλα και πλαστικοποιημένο χαρτί. Οι εποχές ήταν πιο ζόρικες. Τα εξώφυλλα ήταν κατά κανόνα άσπρα κάτασπρα, με μόνο κάτι μικρά μαύρα γραμματάκια πάνω (τίτλος, όνομα συγγραφέα κλπ). Μια πληκτική μονότονη ασπρίλα με μικρά μαύρα σκατουλάκια: ακριβώς σαν το γύψο με τις αφιερώσεις φίλων επάνω του αλλά κι εκείνες τις χαρακτηριστικές βρομίτσες που μαζεύει όταν έχει φορεθεί για καιρό... Σε κάποιες περιπτώσεις το χρώμα του εξωφύλλου μπορεί να ήταν και κάτι άλλο πλην του νεκρικού άσπρου, πάντα όμως μονοχρωμία. Και μιλάμε πάντα για χρώματα πολύ ανοιχτά, νερόβραστα και ξεθωριασμένα: κανα σιμπιζάκι, κανα εκρού του νεκρού, κανα σκοτωμένο πρασινάκι, τέτοια. Σαν γύψος βαμμένος με νερομπογιά δηλαδής.
Εννοείται πως αυτή η λιτή «γύψινη» εμφάνιση των βιβλίων δεν αφορά μόνο τη δεκαετία του '80. Από καταβολής Γουτεμβέργιου έτσι ήταν τα βιβλία, εξόν κι αν είχαν τίποτα χαρακτικά και τα ρέστα. Ενδεχομένως η έκφραση να υπήρχε και παλιότερα, π.χ. στα 60'ς ή τα 70'ς. Αυτό δεν το ξέρω σίγουρα. Το βέβαιο είναι πως για να φτάσει κανείς στο σημείο να σκαρφιστεί έναν τέτοια υποτιμητικό χαρακτηρισμό για το βιβλιαράκι του, πρέπει προηγουμένως το βιβλίο as such να έχει ευτελιστεί, να έχει απωλέσει το μύθο που το συνόδευε από καταβολής του. Κι αυτή η υποτίμηση έγινε δυνατή όταν άρχισαν να μοιράζουν τα βιβλία τζαμπέ με το κιλό. Αυτά είναι τα κακά του τζάμπα. Όταν κάτι το παίρνεις τζάμπα δεν το εκτιμάς. Όπως γίνεται και π.χ. και με την ψυχανάλα.
Για άλλες σλανγκικές ονομασίες πανεπιστημιακών και παρα-πανεπιστημιακών συγγραμμάτων, βλ. γκαρούτσος.
Το πατάρι μου έχει φισκάρει με κάτι γύψους απ' τον καιρό που σπούδαζα στη Νομική. Θα τα στείλω για φούντο μου φαίνεται.