1. Το τσαπόνυχο, το γνωστό βρωμερό νυχάκι που αφήνουν στο μικρό δαχτυλάκι κάτι σκατόγεροι, συνήθως ταρίφες.

  2. Το φτηνό και καλά δέρμα (δερματίνη της κακιάς ώρας) σε παλιά ταξί, σε φερυμπότ, σε καναπέδες κωλάδικων κ.ά., συχνά βαθέως κόκκινου χρώματος, με καμια-δυο μαχαιριές να βγαίνει όξω το αφρολέξ.

  1. - Κόψ' το πια αυτό το ταξιτζίδικο ρε Λεωνίδα, τι το θέλεις; Έχουμε γιομίσει μικρόβγια!
    - Τι λες μωρή; Καλύτερα να κόψω το πουλί μου, παρά το νυχάκι!

  2. - Μπήκα να φάω στο «Τσαφ: Πίτσα με το Μέτρο»!
    - Άντε ρε, το τόλμησες; Και πώς είναι μέσα;
    - Όλα αρχαία, σέβεντιζ... Ταξιτζίδικα καθίσματα, μισοπεθαμένοι σερβιτόροι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified