Ο μαστουρωμένος, συνήθως από βρομά, ή και ο μεθυσμένος.

- Άσε μαλάκα, τρεις μέρες κλασμένος ήμουν από το πάρτυ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που έχει πιει πολύ. Όσο δεν πάει....

- Χτες πήγα με τα παιδιά απο τη δουλειά σ'ένα ρεμπετάδικο....
- Ήπιατε;
- Ασε ρε, κλασμένος γύρισα σπίτι... Αφού δεν θυμάμαι πώς ανέβηκα, πώς έπεσα στο κρεβάτι, τίποτα σου λεω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

συν. ιγνοράνος

Αναφέρεται στο άτομο που δε συμμετέχει στα πλαίσια παρέας ή εκφέρει άκυρες απόψεις με αποτελέσμα να αντιμετωπίζει την απαξία των γύρω του, εξού και η καταγωγή από τη μετοχή του κλάνω.

- Ρε συ να πάρω τον Λάκη τώρα που θα βγούμε;
- Ποιος τον γαμάει τον κλασμένο...

Got a better definition? Add it!

Published