Sorry!

You do not have permission to view this page!

You may be allowed to view this page if you log in below.

Λεξιπλασία από το μαλθακός και το μαλάκας, που δηλώνει αυτόν που είναι αποχαυνωμένος, ηλίθιος και άχρηστος μαζί. Εμπεριέχει μια λεπτή επιτήδευση, ότι δήθεν ο εκστομίζων τον όρο δεν επιθυμεί να βρίσει και το παίζει λίγο... καθαρευουσ(ι)άνος.

— Πάει καλά αυτός, ρε;
— Άσ' τον, μην του δίνεις σημασία. Είναι λίγο μαλθάκας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified